ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΜΥΡΜΙΓΓΙΔΗ

Απόσπασμα από το βιβλίο «Μικροφίλμ» του συγγραφέα Πάνου Μυρμιγγίδη. 25 ιστορίες. Ένας πρωταγωνιστής. Ιστορίες μιας ανάσας.

Πειραιάς, Θησείο, παλιές αποθήκες, ταράτσες, μουσικές, μπαλκόνια, το Κέντρο της Αθήνας, στιγμές που έφυγαν και αναμνήσεις που έρχονται. Σημάδια ζωής που ξέρουν πάντα να αντέχουν. Αυτό το φιλμ κρατάει πολύ λίγο. (Το «Μικροφίλμ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη)

1

Η γειτονιά που μεγαλώνεις έχει πάντα μυστικά. Ακόμα και όταν την επισκέπτεσαι μετά από χρόνια που όλα έχουν αλλάξει, θα ‘χει μείνει σίγουρα κάτι να ανακαλύψεις, που μικρός δεν πρόσεξες. Πριν μια βδομάδα είχα πάει στην παλιά μου γειτονιά, βράδυ, σαν περαστικός. Το σπίτι που μεγάλωσα ήταν έρημο. Οι γονείς μου είχαν μετακομίσει στο χωριό. Είχα σκεφτεί κάποια στιγμή να το πουλήσω το σπίτι αλλά δεν μ’ άφηναν οι αναμνήσεις. Τα γύρω σπίτια είχαν μεγαλώσει, είχαν γίνει άσχημες πολυκατοικίες και ελάχιστοι απ’ τους παλιούς γείτονες ήταν εν ζωή. Όλοι οι παιδικοί φίλοι είχαν κάνει οικογένειες και είχαν φύγει από κει. Τώρα τα παιδιά δεν κατεβαίνουν κάτω να παίξουν, οι γονείς προτιμούν να τα κρατούν σπίτι, παρέα με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Και εμείς παίζαμε τέτοια όταν ήμασταν μικροί, αλλά μόνο όταν βαριόμασταν τον δρόμο, τον δρόμο που περνάγαμε εκεί όλες σχεδόν τις ώρες μας, με κρυφτό, κυνηγητό, μπάλα και τόσα άλλα παιχνίδια. Όταν έφτασα πάρκαρα το αυτοκίνητο στην γωνία. Ο δρόμος ήταν άδειος από αυτοκίνητα μιας και όλες οι πολυκατοικίες είχαν δικά τους γκαράζ. Το μοναδικό καλό αυτής της αλλοίωσης του παρελθόντος. Εκείνη την ώρα ήταν έξω και παίζανε δύο παιδάκια. Μου ‘κανε τρομερή εντύπωση. Σε λίγο ακούστηκε μια φωνή, “Παναγιώτη, Νίκο … ελάτε μέσα, φτάνει για σήμερα”, “Λίγο ακόμα ρε μαμά”, “Είναι αργά Νίκο μου, αύριο πάλι”, “Καλά ερχόμαστε”. Εκείνη την ώρα θυμήθηκα τη μάνα μου και την γιαγιά μου, που με φώναζαν κάθε τέτοια ώρα να γυρίσω σπίτι. Καθόμουν στην γωνία και γέμιζα το μυαλό μου με εικόνες παλιές, όταν ξαφνικά είδα μια γυναίκα να έρχεται προς το μέρος μου. Κράταγε μια σακούλα σκουπιδιών. Απομακρύνθηκα απ’ τον κάδο που ασυναίσθητα είχα κάτσει δίπλα του, και άναψα τσιγάρο. Η γυναίκα ήρθε και πέταξε τα σκουπίδια

– Αφροδίτη;

– Παύλο; εσύ είσαι;

– Εγώ είμαι!

Αγκαλιαστήκαμε.

– Πόσα χρόνια… είπε δακρυσμένη

– Χαθήκαμε ρε Αφροδιτούλα…

– Δεν ξανάρθες από τότε που έφυγαν οι γονείς σου

– Έρχομαι μόνο τα βράδια, μια στο τόσο, για να δω έτσι λίγο την γειτονιά μας. Εσύ ακόμα εδώ ε; και το ‘λεγες ότι δεν θα φύγεις ποτέ

– Που να πήγαινα, ξέμεινα εδώ. Εδώ είναι ο κόσμος μου

– Α ρε Αφροδιτούλα, δεν έχεις αλλάξει καθόλου… οι γονείς σου τι κάνουν;

– Καλά είναι. Μένουν στο από κάτω σπίτι και ακόμα δεν μπορούν να αποδεχτούν την αλλαγή της γειτονιάς, και τους λείπουν οι γονείς σου

– Από κάτω;

– Ναι, βλέπεις το δώσαμε και εμείς το σπίτι για αντιπαροχή, και στην θέση του έγινε αυτή η άσχημη πολυκατοικία που βλέπεις

– Αλλαγές τι να πεις. Τι κάνεις όμως εσύ, πώς είσαι;

– Παντρεύτηκα, έκανα δύο παιδιά και κάθε μέρα περιμένω τον άντρα μου να γυρίσει απ’ την δουλειά. Νοικοκυρούλα χαρωπή. Αυτό που δεν ήθελα ποτέ

– Μη το βλέπεις έτσι

– Όπως και να το δω έτσι είναι δυστυχώς. Τουλάχιστον προσπαθώ να μεγαλώσω τον Παναγιώτη και τον Νίκο έτσι όπως μεγαλώσαμε εμείς

– Θα ‘ναι πάντα ευτυχισμένοι τότε!

– Αυτό θέλω και εγώ. Πες μου όμως εσύ τι κάνεις;

– Δεν παντρεύτηκα, δουλεύω, και νομίζω είμαι καλά

– Α ρε Παύλο πάντα ο ίδιος… ανέμελος

– Με κάποια παραπανίσια χρόνια στην πλάτη!

– Χαχαχα! Μέσα μας είμαστε πάντα παιδιά

– Πάντα! Να σου πω, αυτός κάδος πως και είναι ακόμα εδώ;

– Ξέμεινε και αυτός σαν εμένα. Ο μόνος που δεν άλλαξε εδώ. Και μαζί του όλα τα μηνύματα που είχαμε γράψει πάνω του. Τώρα δεν γράφουν τίποτα. Το τελευταίο το έγραψα εγώ, την τελευταία φορά που σε είδα, πριν αρκετά χρόνια

– Που είναι;

– Εκεί στο πλάι…

«Παύλος και Αφροδίτη για πάντα παιδιά».

Books and Style

Books and Style