ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ
Από τον Κουτσοφλέβαρο που μας έρχεται και μας βρίσκει ακόμη έγκλειστους και με αρκετό χρόνο για διάβασμα, διαλέγω ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου «Λες και ήταν χθες», για να σας κρατήσει συντροφιά, με τίτλο: «Η γιορτή της μητέρας… πριν να παγκοσμιοποιηθούμε…».
Μάνα,
πηγή είσαι αστείρευτη αγάπης και θυσίας,
το στήριγμα είσαι κι η χαρά κάθε οικογενείας.
Ξανθής Σ. Συρρή
(απόσπασμα από το ποίημά της, «Μάνα» του 1974).
Στην αργία των Τριών Ιεραρχών κολλητά, να κι άλλη μια γιορτή, με το έμπα του Φλεβάρη.
Εκείνα τα χρόνια, (στα μέσα του περασμένου αιώνα) τη δεύτερη μέρα του μήνα, όταν η εκκλησία γιορτάζει την Υπαπαντή του Χριστού, συμβολικά και με πολύ συναίσθημα, γιορτάζαμε και την γιορτή της Μητέρας.
Καμία σχέση δεν είχε ο τότε εορτασμός μ’ αυτό που λέμε σήμερα «Ημέρα της Μητέρας», η οποία δεν είναι παρά άλλη μια ευκαιρία καταναλωτισμού και άνοστων δηλώσεων, επωνύμων και μη, μέσα απ’ τα κανάλια της τηλεόρασης και τα γελοία περιοδικά, όπου, με κλισέ εκφράσεις και σλόγκαν, όπως «πες το με λουλούδια», αναμασούμε βαρετά συνθήματα.
Όταν ο ποιητής έλεγε: «Μανούλα μου τα λούλουδα/ στ’ αγνό μας περιβόλι/ σήμερα κάνουν σχόλη/ που σχόλη έχεις κι εσύ./ Γι’ αυτό κι εγώ κατέβηκα/ τα σύναξα ένα-ένα/ και τα ’φερα σε σένα/ μανούλα μου χρυσή», δεν εννοούσε βέβαια «πετάχτηκα μέχρι το ανθοπωλείο ν’ αγοράσω μια γλάστρα να τη στείλω στην καημένη τη μαμά» ή «Έλα μαμά… Μη νομίζεις πως σε ξέχασα… Χρόνια σου πολλά… Κλείνω τώρα, γιατί με φωνάζει ο προϊστάμενος…».
Τότε η μάνα, γιόρταζε πραγματικά μέσ’ από τον συμβολισμό της μέρας και τη σύγκρισή της με τη Παναγιά!
Γιόρταζε, τραγουδισμένη μέσα από αναρίθμητα ποιήματα και τραγούδια, που αγνά παιδικά χείλη τόνιζαν σ’ όλα τα σχολεία της Ελλάδας, σε μια μέρα αργίας και ουσιαστικής αναφοράς στη θυσία της και στην ασύγκριτη προσφορά της στη ζωή και στη κοινωνία.
Ήταν τότε, που η κάθε μητέρα, γιόρταζε κάθε μέρα και χαιρόταν τη θέση της μέσα στην οικογένεια, γνωρίζοντας πως όλο αυτό το ξόδεμα της ζωής της, είναι προορισμός και ιερό καθήκον κι όχι καταναγκαστικά έργα και διαπραγματεύσιμα ένσημα του ΙΚΑ.
Οι ιδέες αυτές και τα ιδανικά, τα τελευταία χρόνια, ήρθαν τα πάνω κάτω, σε μια απαίδευτη κοινωνία, την οποία κανείς δεν νοιάστηκε να διδάξει και να ετοιμάσει για να δεχτεί νεωτερισμούς και κινήματα, όπως ο φεμινισμός κι η ισότητα, τα οποία άλλωστε, έπρεπε να είναι ανέκαθεν και ασυζητητί παραδεκτά και αναμφισβήτητα.
Δυστυχώς, μετά από αμέτρητους αιώνες σκοταδισμού, αυτή την επίσημα αγράμματη κοινωνία, την έπνιξαν κυριολεκτικά τα εύκολα τσιτάτα, που στόματα αστόχαστα, ανάξια κι αναίσχυντα, βγαίνουν σε παράθυρα, σε βάθρα και σε μπαλκόνια προεκλογικά και την παραμυθιάζουν.
Κι αυτή, η ανερμάτιστη βαρκούλα με το πλαστικό πανί, που τη γαλέρα παριστάνει και σε ωκεανούς άγνωστους βγήκε να ταξιδέψει, χωρίς χάρτες, χωρίς κουμπάσο και τιμόνι, τα ’χασε σαν βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τα πελώρια κύματα της εξέλιξης, που απανωτά και καίρια χτυπήματα της έδωσαν και την βουλιάξανε..
Τι να σου κάμει η αταξίδευτη;
Μπερδεύτηκε. Ξέχασε από πού ξεκίνησε και πού πάει…
Τα εύκολα κέρδη του πρόχειρα επί χάρτου σχεδιασμένου ταξιδιού, την αποπροσανατόλισαν από το σοβαρό και δύσκολο έργο του σωστού προγραμματισμού και της εκπόνησης του σχεδίου της καθοριστικής εκστρατείας που ξεκινούσε. Εκείνης της τολμηρής και φιλόδοξης εκστρατείας, η οποία, αν είχε την αναμενόμενη έκβαση, βέβαια, θα την ανέβαζε σε βάθρο στέρεο, ώστε, από το ίδιο επίπεδο και επί ίσοις όροις, θα μπορούσε στο εξής να συνδιαλέγεται με το κατεστημένο.
Δυστυχώς , επιπόλαια διάλεξε κι άρπαξε τα εύκολα οφέλη. Παράβλεψε το κέρδος του άγιου προορισμού κι αφέθηκε στο τραγούδι των Σειρήνων, το τραγούδι του ευδαιμονισμού και της ευκολίας κι έτσι…ναυάγησε.
Γιατί, ποιοι είναι αυτοί οι σκλαβωμένοι στην αμορφωσιά τους, που για ελευθερία μάς μιλούνε, αλλά κανείς τους δεν μας εξηγεί την άγια τούτη λέξη με την πραγματική της σημασία; Ας δίνουν ορισμούς, οι αφορισμένοι, μα με επεξηγήσεις κι όχι μέσα από διανοουμενίστικες, δήθεν φιλοσοφικές αρλούμπες και ακαταλαβίστικα, περίπλοκα έντεχνα σκουπίδια, που όλο και πιο αγράμματο και πιο ξεστρατισμένο καταντούνε τούτον τον αγουροξυπνημένο, αμπελοφιλόσοφο, κοσμάκη.
Πρέπει, βλέπεις, προτού παραλάβει κανείς ένα δώρο, να ξέρει να εκτιμήσει την αξία του και πώς να το τιμήσει.
Πρέπει, για ν’ αξιωθεί να το χαρεί και να το διατηρήσει και με τη σειρά του άφθαρτο κι ανάλλαχτο να το παραδώσει στις γενιές που θα ’ρθουν, πρέπει να ξέρει πώς να το υπερασπιστεί και πώς να το φυλάξει και «μ’ αρετή και τόλμη», διαρκώς, πώς να το διακονεύει.
Γιατί ό,τι κατέχεις κι ό,τι εξουσιάζεις, αν μόνο σαν αφέντης το μεταχειρίζεσαι και του ρουφάς τις σάρκες, ποτέ δεν το φροντίζεις, δεν το συντηρείς και δεν το υπολογίζεις, γρήγορα θα το χάσεις, ζητιάνος του θα γίνεις, εξαρτημένος από τη χρήση ενός δικαιώματος που η κατάχρησή του το κατάστρεψε κι η στέρησή του, η ξαφνική, και σένα πια τον ίδιο θα σε καταστρέψει.
Αλίμονο, είναι γνωστό τοις πάσοι, πως αν τα νοητά τα όρια των δυνατοτήτων σου τα ξεπεράσεις, μοιραία κι αναπόφευκτη συνέπεια, είναι η καταστροφή σου.
Και είναι σίγουρο πως η ευγένεια, η αγάπη, ο σεβασμός, η προσφορά, δώρα είναι που χαρίζονται απλόχερα και δίχως υστεροβουλία.
Αλλά, το δώρο χωρίς αντίδωρο, γίνεται απογοήτευση, αγανάχτηση, κακία, μίσος, έγκλημα, αλλά και τιμωρία.
Ποιος είπε να γυρίσομε πίσω στα τσαντόρ του Ισλαμισμού και στις ακρωτηριασμένες παρθένες της Αφρικής;
Ποιος έβαλε τον όρο πως το αίμα της παρθενίας πρέπει να γίνεται στάμπα, παντιέρα, θεμέλιο και σιγουριά σε μια σχέση ζωής μεταξύ δυο ανθρώπων;
Ποιος δέχτηκε πως οι χρυσές λίρες, το δυάρι στα Πετράλωνα και το βιβλιάριο της τράπεζας, πρέπει να βαραίνουν στη ζυγαριά που θα ζυγίσει και θα εκτιμήσει το «καλό παλικάρι» την «κοπέλα της ζωής του»;
Ποιος αποφάσισε πως τα μάτια των κοριτσιών, καλόν είναι, να μην «ανοίγουν» με τα πολλά σχολεία και τα γράμματα, γιατί «σ’ όσα κορίτσια ανοίγουνε τα μάτια, μετά ανοίγουν και τα πόδια»;
Διότι, δυστυχώς, μετά απ’ αυτά, είναι βέβαιο πως ο σκλαβωμένος για αιώνες, ο καταπιεσμένος, ο βιασμένος, ο εξευτελισμένος, αυτός που έθρεψε μέσα του μίσος κρυφό και αμέτρητο για τους δεσμοφύλακές του κι αυτός που την εκδίκηση βλέπει σαν λυτρωμό και γδικιωμό και νόμιμο -τώρα πια- δικαίωμα, αυτός, σίγουρα θα περάσει αδίστακτα στην άλλη άκρη, αν δεν οδηγηθεί, μέσα από μια σωστή διαδικασία «αλλαγής» και μια ισορροπημένη «δίαιτα» προσαρμογής, στα νέα μέτρα, που αφορούν στη ζωή και στην ύπαρξή του.
Στο θεατρικό του Θόρντον Ουάιλντερ «Η μικρή μας πόλη», που το θέμα του εξελίσσεται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, θυμάμαι τον αφηγητή να περιγράφει την καθημερινότητα μιας αμερικανίδας νοικοκυράς εκείνης της εποχής.
Σ’ ένα σημείο, αρχίζει να απαριθμεί τα πόσα πιάτα έχει πλύνει αυτή η γυναίκα, πόσα γεύματα έχει μαγειρέψει και πόσα πρωινά έχει σερβίρει στον άντρα και τα παιδιά της. «Κι όμως» καταλήγει χαριτολογώντας αυτή η κυρία, «ποτέ δεν έχει υποστεί ούτε ένα νευρικό κλονισμό»!
Μα, η μάνα που προσφέρει στα παιδιά της τη γλύκα της παρουσίας της και την ασφάλεια των φροντίδων της, πρέπει –φαινόμενο της εποχής μας- να παθαίνει νευρικό κλονισμό;
Πρέπει να γίνει υστερική η γυναίκα που σκύβει στοργικά και σηκώνει με χέρι συντροφικό το φορτίο του άντρα της κι οι δυο πια, με το φορτίο μοιρασμένο, τραβούν πιο εύκολα στην ανηφόρα, ώστε να φτάσουν μαζί στην κορυφή και στης ανάπαυσης την επιτυχία;
Η μάνα, που σίγουρα απολαμβάνει το σεβασμό και την αγάπη των παιδιών της, ποτέ δεν μετανιώνει για τις θυσίες και τον αγώνα για χάρη τους. Μόνο σαν πανηγύρι τον βλέπει κι έτσι τον βιώνει.
Η γυναίκα, που αναμφισβήτητα στέκεται στο πλάι του άντρα της, από το ίδιο σκαλοπάτι κοιτάζει μαζί του το μέλλον κι απολαμβάνει την εκτίμηση και τον έρωτά του, τα «δεσμά» του γάμου βραχιόλια και στολίδια τα φορεί και καμαρώνει.
Τον «άνθρωπο» κι όχι τη «γυναίκα» πρέπει μια σωστή κοινωνία να τιμά, να περιβάλει με σεβασμό και ν’ αποζημιώνει, αφού αυτόν τον άνθρωπο χρησιμοποιεί για να κατασκευάζει το αύριο της.
Η γυναίκα δε η ευτυχισμένη, που σε τούτο το αλισβερίσι δεν λογαριάζει τόκους κι επιτόκια κι ούτε ασφάλιστρα και επιδόματα γυρεύει, είναι σίγουρη, πως ό,τι χαρίζει σαν το «μάννα», ατίμητο είναι και κανένας μεσίτης ή εκτιμητής δεν είναι ικανός να το ξεπληρώσει στη τιμή του.
Όταν όμως, αυτό το πλάσμα, που ο Θεός είπε και το ’φτιαξε «καθ’ ομοίωσιν» του συντρόφου του και του ’δωσε τη ίδια δύναμη να πλάθει, να δημιουργεί και να γεννά ζωή, βλέπει πως για το έργο του, κανείς χάρη δεν του χρωστά και κανένας δεν του εξασφαλίζει συνθήκες τέτοιες ώστε βοήθεια και στήριγμα να βρει ν’ ακουμπήσει και σιγουριά να νοιώσει για το παρόν και το μέλλον του, αυτό το πλάσμα, που τα δημιουργήματά του με απονιά και μοχθηρία τα χρησιμοποιούν, τα καταναλώνουν και τα θυσιάζουν σε συνεχείς πολέμους συμφερόντων σαν πυρομαχικά και στον βωμό της επιστήμης και της τεχνολογίας πειραματόζωα και ανταλλακτικά τα κάμνουν, αυτό το πλάσμα, που κατόρθωσε, μες από αιώνες καταφρόνιας, κατάντιας και κατατρεγμού, κάποια στιγμή, να βρει διέξοδο κι απ’ το βαθύ μπουντρούμι να ξεφύγει, όρμησε με τρελή λαχτάρα κι άσκεφτα τη λευτεριά να κατακτήσει κι από της μοίρας την άδικη την καταδίκη να δραπετεύσει.
Γι αυτό κι ούτε λογάριασε τί εκεί έξω το προσμένει κι ούτε προετοιμάστηκε για να μπορέσει μέσα στη νέα τάξη να επιβιώσει.
Κι έκαμε σφάλματα απανωτά. Σφάλματα πολλά.
Πρώτο, το ότι, μες στη χαρά της, χαμπάρι δεν πήρε πως, τα «παραθυράκια» που, ύστερα από μάταιες κι ανέλπιδες διαμαρτυρίες αιώνων, άνοιξαν ξαφνικά για να πετάξει, ήταν παγίδες κι όχι, όπως νόμισε, διέξοδοι προς την ελευθερία.
Βέβαια, ήτανε παραθύρια φωτεινά και διάπλατα που τη θάμπωσαν. Έντονα, εκτυφλωτικά, σκληρά φώτα «νέον» τα φώτιζαν κι επιγραφές που αναβόσβηναν σαν κράχτες.
Στο ένα έγραφε: «φεμινισμός». Στο άλλο: «ισότητα».
Μεγάφωνα βροντερά, να βγει την προκαλούσαν κι έλεγαν πως στην ανεξαρτησία, στην αυτοδιάθεση και προς την αξιοκρατία θα την οδηγήσουν.
Εκείνη, τυφλωμένη από τη σκοτεινιά και ξαφνιασμένη απ’ την απρόσμενη ευκαιρία, όρμησε προς το φως κι αποστραβώθηκε, η κακομοίρα.
Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά της, ώστε, αντί αργά κι ένα-ένα ν’ αρχίσει να λασκάρει τα δεσμά ως να τα χαλαρώσει, βάλθηκε άγαρμπα να δέρνεται και να χτυπιέται, προσπαθώντας γρήγορα να λυθεί κι έτσι –χωρίς καν να το καταλάβει- και το κεφάλι της ακόμη μέσα στο βρόγχο πέρασε.
Να την τώρα, χειροπόδαρα δεμένη, στο δήμιο είναι παραδομένη άνευ όρων, δίπλα στο άλλο πλάσμα, που «άντρας» ονομάζεται και στην άλλη, τη διπλανή θηλιά κρέμεται κι εκείνος.
Ισότιμοι λοιπόν κι αξιοκρατικά ταξινομημένοι, δίπλα-δίπλα, δέσμιοι βρίσκονται της εφορίας, των ασφαλιστικών ταμείων, των μέσων μαζικής μεταφοράς, της κάρτας της πιστωτικής τους, του κινητού τηλεφώνου κι όσων διάλεξαν -με ελευθερία περισσή αλήθεια- για να τους καταδυναστεύουν.
Ανήμποροι αφήνονται κι από κοινού επίσης, όλες τους τις κινήσεις να τους σχεδιάζουν τα κομπιούτερς και σ’ εταιρίες στατιστικής και σφυγμομετρήσεων την εμπιστοσύνη τους ακουμπούν.
Διαθέτουν το μυαλό τους μόνο στις εντολές, στα συνθήματα και στις ειδήσεις, όσα τα κανάλια κι όλα τα λαϊκά έντυπα τους σερβίρουν σε πακέτα, όπως τα χημικά εκείνα μεταλλαγμένα σκουπίδια που τους πασάρουν στα ταχυφαγεία της μόδας, όπου, αραδιασμένοι σε ουρές, προσμένουν να χορτάσουν τα στόματα τους που ξέχασαν να ξεχωρίζουν τη γεύση, επειδή, τα πνεύματα τους, τον δρόμο για την ουσία και την αξία έχασαν.
Μα ας γυρίσουμε στη γυναικεία χειραφέτηση κι ας δούμε το δεύτερο σφάλμα της ασυλλόγιστα απελευθερωμένης γυναίκας.
Δυστυχώς, εκείνο το ακαταλαβίστικο φιρμάνι που της κούνησαν μπρος στα μισανοιγμένα της τα μάτια, δεν το κατάλαβε, η αμόρφωτη, πως απ’ ανάποδα της το ’δωσαν να το διαβάσει.
Κι έτσι, αντίστροφα το αποστήθισε παπαγαλία κι έπιασε από το τέλος να μαθαίνει τη «διακήρυξη της ανεξαρτησίας».
Διάβασε λοιπόν πως, λευτεριά θα πει, να κάνεις ό,τι βλέπεις και να μιμείσαι ελεύθερα τα όσο κάνει ο απέναντί σου, χωρίς να κάτσεις να σκεφτείς αν σου ταιριάζουν κι αν αυτός που σου τα δείχνει είναι πραγματικά «ελεύθερος» και ξέρει τελικά τι κάνει;
Και για πες, ποιόν βρήκε, η «Ελεύθερη»,να μιμηθεί και να ξεπατικώσει;
Μα τον απέναντί της.
Και ποιος είν’ εκείνος ο απέναντί που έχει καμάρι, είδωλο, πρότυπο και μπροστάρη της;
Φυσικά τον πατέρα της, τον άντρα της, τον γιο της.
Αυτό το εκλεκτό πλάσμα, που αιώνια άκουγε να εξυμνούν, να το καμαρώνουν και να το παραδέχονται χωρίς καμιά αμφιβολία. Έπιασε το λοιπόν, με προσοχή, πιστά να το αντιγράφει κι από τις καθημερινές συνήθειές του ξεκίνησε. Αυτές που δικαιώματα του τις μέτραγε και αποκλειστικά δικά του προνόμια τις θεωρούσε, αφού ήταν σ’ εκείνην απαγορευμένες, ενώ μέσα απ’ αυτές την καταπίεζε, την εξουσίαζε και την χρησιμοποιούσε.
Μάνι-μάνι ξεκίνησε με το κάπνισμα, με το πιοτό, τις ατέλειωτες νεκρές ώρες στις καφετέριες, στα μπαράκια και τις λέσχες, τα άγαρμπα φερσίματα, τα ξεπορτίσματα και τα ατέλειωτα, τα άσκοπα ξενύχτια.
Συνήθειες που καμία ελευθερία δεν της χάρισαν βέβαια κι ούτε καταξίωση, αντίθετα την ασχήμυναν, τη σκλήρυναν, σκότωσαν την ευαισθησία του φύλλου της και ρόλους που δεν της ταιριάζουν την ανάγκασαν να παίξει.
Άρχισε μάλιστα, και τα όπλα να χειρίζεται και τη ζωή που αυτή γεννά να εξοντώνει, στο όνομα και πάλι της ελευθερίας.
Μπήκε στου κέρδους το υλιστικό παιχνίδι, κι αυτή, η θεία δωρήτρια του πνεύματος, κατάντησε, μ’ ανταλλάγματα να τοκίζει και την αγάπη.
Φυσικά ισοπεδώθηκε, εξομοιώθηκε και…αλλοτριώθηκε.
Τώρα, δούλα δυο αφεντάδων- από τη μια του ρόλου που της έταξε η φύση κι από την άλλη της νέας της εικόνας- παραπατεί χωρίς ταυτότητα ανάμεσα στο τώρα και στο πριν, διαλέγοντας μια ερμαφρόδιτη ύπαρξη που καθημερινά και σταθερά την εξαντλεί και την αφανίζει.
Το τρίτο της το σφάλμα και το ποιο μοιραίο;
Το ότι απαρνήθηκε του φύλλου της τη μοναδική δυνατότητα, αλλά κι εκείνη την κρυμμένη, τη μυστηριακή πηγή έλξης που, πολέμους όπλισε, έργα πνοής ενέπνευσε και κινητήρια δύναμη είναι στο συναρπαστικό ερωτικό παιχνίδι, αυτήν που την ισορροπία κρατά στη σχέση της με το αρσενικό, το ορμητικό, το βίαιο, το κατακτητικό, ώστε ικέτη κι υποτακτικό της να τον κάνει.
Έτσι, απερίσκεπτα, από το βάθρο της μοναδικότητά της, μόνη της κατέβηκε. Παράδωσε το σκήπτρο της βασιλικής της ανωτερότητας, για να χαρεί του πλήθους την ισοπεδωμένη ελευθερία. Πέταξε τ’ απανωτά τα πέπλα της εγκράτειας, που το κρυμμένο της μυστήριο τόνιζαν και δέος και λαχτάρα προκαλούσαν, για να χαρεί φανερά του τυχαίου οργασμού την απόλαυση κι έτσι ολόγυμνη και χωρίς όρους –εύκολη λεία- στα χέρια των «υπηκόων – δεσμοφυλάκων» της, παραδόθηκε. Σ’ αυτά τα χέρια, που αιώνες αιώνων, σηκωμένα παρακλητικά, δόξαζαν κι εκλιπαρούσαν συγχρόνως , τη δύναμη που τους κρατούσε σκλάβους στη σκλαβιά της.
Τώρα πια, αυτοί οι πρώην κυνηγοί, οι πρώην πορθητές, αυτοί οι πρώην αφεντάδες, που σ’ όλα το πάνω χέρι είχαν, την προσπερνούν αδιάφοροι και παραχορτασμένοι, αφήνοντάς την σκλάβα και φυλακισμένη σε πάθη παραγκωνισμένα, όσο εκείνοι, από απόσταση ασφαλείας την παρακολουθούν, διαβήματα να κάνει και διπλωματικά παιχνίδια κι έτσι την οδηγούν –εκδίκηση κι αυτή- μόνη της να σκλαβώνεται στην προσπάθειά να σκλαβώσει.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, την αναγκάζουν και την πρωτοβουλία της πρόκλησης να πάρει, αφαιρώντας της κι αυτήν ακόμη τη δικαιολογία να λέει πως παρασύρθηκε, ή πως να υποκύψει την ανάγκασαν, με αποτέλεσμα, μόνη της τώρα πια, να σηκώνει των αποφάσεών της τις συνέπειες, φυλακισμένη στη μοναξιά της λευτεριάς της και καταπιεσμένη απ’ την αυτοδιάθεσή της.
Διότι, οι γυναίκες που την αυτοδιάθεση και την ελευθερία τους, ανέκαθεν, την θεωρούσαν δεδομένη, όσους επιχείρησαν να την αμφισβητήσουν, στη θέση τους τους έβαζαν με τόλμη και ασυζητητί. Κι αυτές, που με επίγνωση ξεκίνησαν να κατακτήσουν δικαιώματα και σωστά τη λευτεριά τους ν’ αποκτήσουν, την ίδια τους τη ζωή εξέθεσαν σ’ επάλξεις αγώνων, ιδέες και κινήματα υπερασπίστηκαν κι απέδειξαν και τεκμηρίωσαν των απαιτήσεών τους την ορθότητα, με θάρρος.
Αυτές, σαν Καλλιπάτηρες και σαν Ηλέκτρες, σαν Αμαζόνες και σαν Σπαρτιάτισσες, τις συναντούμε, είτε στου Ζαλόγγου τα φαράγγια να γκρεμίζονται – λεύτερες – ή στης Πίνδου τις χιονισμένες τις κορφές να σκαρφαλώνουν, πολεμοφόδια φορτωμένες, με τον δικό τους τρόπο προασπίζοντας τη λευτεριά τους.
Κι άλλες, εκείνες τις απλές, ανώνυμες κι αμνημόνευτες μάνες, γυναίκες, θυγατέρες, που ανέθρεψαν, μόνες τους, γενιές και στήριξαν στις τρυφερές τους πλάτες, πατρίδα, θρησκεία κι οικογένεια, γυναίκες ναυτικών, μεταναστών, ηρωίδες γυναίκες ξεριζωμένες και κατατρεγμένες, που μέσ’ τη προσφυγιά και τους πολέμους άντεξαν και νέες ρίζες έριξαν κι έθρεψαν της ράτσας τους το αύριο.
Αυτές κι όσες τα βήματά τους ακολουθούν χωρίς φανφάρες, τυμπανοκρουσίες και χειροκροτήματα επιδεικτικά, αιώνια στη λευτεριά τους θα πιστεύουν και τη λευτεριά τους θα υπηρετούν, πιστές θεραπαινίδες υψηλών ιδανικών και στόχων, μοναδικές, υπέροχες και χιλιοτραγουδισμένες που τον πλανήτη θα στολίζουν με την ύπαρξή τους.
Όταν λοιπόν τότε, στη γιορτή της Μητέρας, που τιμούσαμε την Παναγιά και τη μάνα μας, τραγουδούσαμε: « Μάνα δεν βρίσκεται λέξη καμία /να ’χει στον ήχο της τόση αρμονία», αυτή την αρμονία εννοούσαμε.
Την αρμονία, που η σωστή θέση των πραγμάτων και των πλασμάτων φέρνει μέσα σ’ αυτό το ασύλληπτο σύμπαν κι έτσι η ζωή συνεχίζεται, βασισμένη σε ισορροπίες, σοφά τοποθετημένη, ζυγισμένη κι οριοθετημένη.