ΓΡΑΦΕΙ Η ΓΙΩΤΑ ΚΛΟΥΤΣΟΥΝΗ

Κάθισα δίπλα σου
ακουμπώντας το στέρνο σου.
Μου χάϊδευες το λαιμό
δίνοντάς μου μικρά καυτά φιλιά.
Χαζεύαμε και οι δύο,
τον παφλασμό των κυμάτων στην ακτή.

Ο ήλιος ερωτοτροπεί μαζί της
αυτήν την ώρα
σκορπώντας χρώματα αισθησιασμού.
Κι εμείς εκστασιασμένοι,
τον παρακολουθούμε
να χάνεται μέσα της.

-Σε θέλω, γύρισες και μου ψιθύρισες.
Σε θέλω τρελά…
Όπως ο ήλιος τη θάλασσα.
Θέλω να χαθώ μέσα σου.
Να γίνω το ηλιοβασίλεμά σου.

Αφέθηκα στα μαγικά σου χέρια
να με ταξιδέψεις στον παράδεισο.
Να μου χαρίσεις χρώματα.
Μεθώντας με, με τα καυτά σου φιλιά.

Κι εγώ, άνοιγα τις πύλες του παραδείσου
να χαθείς μέσα τους.
Να γευτείς την αλμύρα μου.
Γινόμουν θάλασσα.

-Χάρισέ μου στιγμές…
Μου ψιθύρισες στ’ αυτί.
Έλα να μείνουμε στην αιωνιότητα.
Να χρωματίσουμε μ’ έρωτα τη νύχτα.

-Άσε με να ταξιδέψω όλη νύχτα
στο κορμί σου.
Και δρόσισέ με, να μην καώ ολότελα.

-Δώσε μου νέκταρ και αφήσου.
Είμαστε δυό ημίθεοι παραδωμένοι
στο πάθος.

Τα λόγια σου μάγευαν
κάθε μου κύτταρο.
Γινόμουν έρμαιο των φιλιών σου.
Αναστενάζοντας στα χάδια σου.

-Σε θέλω, σου ψιθύρισα…
Γίνε το ηλιοβασίλεμά μου.
Γέμισέ με χρώματα.
Είμαι έτοιμη να δεχτώ την φωτιά σου.

-Είμαι ο ήλιος που δύει.
Είσαι η θάλασσα που με τυλίγει
στους αφρούς της.
Χάνομαι και αναγεννιέμαι ταυτόχρονα.

Πάλονται τα σώματα
και σκορπίζουν οργασμό
λίγο πριν δύσει ο ήλιος.

Η στιγμή αυτή
θα μείνει στην αιωνιότητα.
Σαν την χάλκινη νύχτα.
Δυο ημίθεων που ορκίστηκαν έρωτα.
Δυο θνητών που ορκίστηκαν στιγμές.

Books and Style

Books and Style