ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Οι Σουλιώτες, ακολουθώντας το πατροπαράδοτο έθιμο των Αρβανιτών προγόνων τους, ξύριζαν την κόμη τους στο μέτωπο και τους κροτάφους και άφηναν πίσω πλούσια χαίτη, αρβανίτικη συνήθεια, την οποία υπαγόρευσαν οι συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις.

Το γνωστό από την αρχαιότητα και τους πρώτους διδάξαντες Πελασγο-Έλληνες Άβαντες κούρεμα του πολεμιστή υιοθετήθηκε και από τους Αρβανίτες της Ύδρας, όπως βεβαιώνει ο Σκωτσέζος περιηγητής, John Galt,[1] που ταξίδεψε στην Ανατολή από το 1809 ως το 1811 και επισκέφτηκε και την Ύδρα, όπου διαβίωναν Αρβανίτες. «Οι Υδραίοι», αναφέρει, «ξύριζαν το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού τους, πάνω από το μέτωπο, αφήνοντας τα μαλλιά τους να πέφτουν πίσω».

Οι Αρβανίτες μουσουλμάνοι, πρωτοπαλίκαρα του Αλή Πασά, είχαν επίσης ξυρισμένο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού και τους κροτάφους τους.

Με τον ίδιο τρόπο, είναι γνωστό ότι εκείρετο και «ο γέρος του Μοριά», Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ορισμένοι μελετητές, λόγω αυτού του κοινού τρόπου περιποίησης της κόμης, συνέδεσαν την καταγωγή των Σουλιωτών με τη Δίβρη της σημερινής Αλβανίας, ενώνοντας και τους κατοίκους των δύο περιοχών με τον φυλετικό δεσμό του αίματος.

Ωστόσο, εάν εξετάσουμε τα ιστορικά στοιχεία, θα διαπιστώσουμε ότι με τον τρόπο αυτό εκείροντο πολλούς αιώνες πριν, οι Άβαντες,[2] πρωτοελληνικό-πελασγικό φύλο της Εύβοιας με ρίζες από την Πελοπόννησο (Άργος),  Φωκίδα της Στερεάς Ελλάδας και εξάπλωση στην Εύβοια περί το 1600-1400 π.Χ και πριν από αυτό, το 2000 π. Χ., σε Αττική, νησιά του Αιγαίου και Μ. Ασία (Ιωνία).

Ο Ηρόδοτος αρνείται τον δεσμό των Αβάντων με την Ιωνία,[3] αλλά αυτό δεν είναι αδιαμφισβήτητο, όταν οι Άβαντες, όπως και όλα τα πρωτοελληνικά φύλα, σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, αναμίχθηκαν μεταξύ τους, κατά τη διάρκεια των μετακινήσεων και των μετοικήσεών τους, ενώ οι Πελασγοί θεωρούνται το φύλο των αυτοχθόνων Αρκάδων, το οποίο, αφού εξαπλώθηκε στην Πελοπόννησο, κατέλαβε και τις άλλες περιοχές της Ελλάδας (Αττική, Φθιώτιδα, Φωκίδα, Εύβοια, Θεσσαλία, Ήπειρο, Β. Ήπειρο, Θράκη, νησιά Αιγαίου, Κρήτη, Κύπρο και εκτός του ελλαδικού χώρου τη Μ. Ασία, Λιβύη, Σικελία, Ιταλία, Ιλλυρία, Ετρουρία ή Τυρρ(σ)ηνία. Όταν δε αφίχθηκαν στον ελλαδικό χώρο και τα άλλα φύλα των Ιώνων, Δωριέων, Αχαιών, Αιολέων, αναμίχθηκαν μαζί τους και απετέλεσαν τους Έλληνες.[4]

Το βέβαιο είναι πως οι Άβαντες ήταν Πελασγοί και δεινοί πολεμιστές, όπως και η του ονόματός τους ετυμολογία επιβεβαιώνει, «μένεα πνέοντες και αδημονούντες να σπάσουν τους θώρακες των εχθρών με τα δόρατά τους», όπως τους περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα του.[5] Από την Πελοπόννησο μετοίκησαν στη Φωκίδα της Στερεάς Ελλάδας και στον Ασωπό ποταμό. Στη Φωκίδα ίδρυσαν την πόλη Άβες με το αρχαιότερο μαντείο,[6] από όπου ορμώμενοι,[7] εγκαταστάθηκαν στη νήσο Εύβοια. Έλαβαν μέρος στον τρωικό πόλεμο, υπό τον αρχηγό τους Ελεφήνορα,[8] εγγονό του γενάρχη τους Άβαντα, και τα δύο τέκνα του Θησέα,[9]τον Δημοφώντα και τον Ακάμαντα, με 40-50 πλοία (1200-2500 άνδρες)[10] και μετά τη λήξη του πολέμου και την περιπλάνησή τους  σε Κέρκυρα[11] και Ήπειρο, τα ίχνη τους εξαφανίστηκαν.

Ο Παυσανίας, ωστόσο, αναφέρει ότι μετά τον τρωικό πόλεμο Λοκροί και Άβαντες από την Εύβοια κατέληξαν με οκτώ πλοία στα Κεραύνια[12] όρη (Απολλωνία) και συμμετείχαν στην αποίκηση του Θρονίου[13] στη Θεσπρωτία. Η συγκεκριμένη τοποθεσία έμεινε γι’ αυτό γνωστή ως «Αβαντίς ή Αβαντιάς», όπως και η Εύβοια. Τελικά καταλήφθηκε από την Απολλωνία, με τη βοήθεια της Κορίνθου.

Ίσως έτσι να εξηγείται η συνέχιση αυτού του εθίμου και από τους Σουλιώτες και όχι στους έχοντες την ίδια κόμη κατοίκους της Δίβρης, όπως ορισμένοι μελετητές ισχυρίζονται, και οι οποίοι πιθανότατα ήταν της ίδιας καταγωγής.

Οι Άβαντες το έπρατταν αυτό, προκειμένου να μην παρέχουν τη δυνατότητα στους εχθρούς τους να τους αρπάζουν από τα μαλλιά κατά τη μάχη, όπως  μνημονεύει ως αιτία του εθίμου αυτού  και ο Πλούταρχος. Και προσθέτει ότι τη συνήθεια αυτή δεν την απέκτησαν ζηλεύοντας και μιμούμενοι τους Άραβες ή τους Μυσούς, [14]αλλά πρώτοι την εμπνεύστηκαν, όντας δεινοί πολεμιστές,[15] μαχόμενοι εκ του συστάδην σε φάλαγγα και με αγχέμαχα όπλα, όπως τα δόρατα.

Οι Άβαντες, όπως και οι Αρβανίτες, δεν ήταν «κάρη κομόωντες», με μακριά μαλλιά και περιποιημένα, όπως όλοι οι άλλοι Έλληνες και οι Αχαιοί που αναφέρονται στον Όμηρο, αλλά έμπροσθεν κειρόμενοι και «όπισθεν κομόωντες»,.[16] όπως και οι πρόγονοί τους Πελασγοί, ενώ οι άλλοι Έλληνες και οι Αχαιοί, όπως αναφέρονται στον Όμηρο, [17] είχαν, δηλαδή, μακριά μαλλιά και περιποιημένα.

Η ετυμολογία

Αν εξετάσουμε την ετυμολογία του ονόματος, θα διαπιστώσουμε ότι εκεί που η Ιστορία αδυνατεί να μας δώσει ασφαλείς απαντήσεις, έρχεται η γλωσσολογία να συμπληρώσει αυτό το κενό.

Ορισμένοι μελετητές θεωρούν τη λέξη ινδοευρωπαϊκή και τη ρίζα-αμπ, ab που σημαίνει ύδωρ-νερό, αλλά η πελασγική γλώσσα έρχεται να τους διαψεύσει, πρώτον, διότι τότε το όνομά τους θα ήταν Άμπαντες, δεύτερον, διότι υπάρχει λέξη στην πελασγική με αυτόν τον τύπο και τρίτον είναι γνωστό ότι το πρώτο φύλο που εγκαταστάθηκε στον ελλαδικό χώρο είναι οι Πελασγοί.

Το όνομα  Άβας είναι σύνθετη λέξη εκ του-α (στερ) και του ρήματος βαίνω και σημαίνει ο μη βαδίζων, μη αποχωρών,[18] μας πληροφορεί ο Ι. Πανταζίδης, και, λαμβάνοντας υπόψη τη μανία και το ανυποχώρητο των Αβάντων, τη γενναιότητα και την πολεμική τους δεινότητα στις εκ του συστάδην μάχες, αυτή η ετυμολογία έχει βάση. Το ρήμα βαίνω της αρχαίας ελληνικής συναντάται και στην αρβανίτικη-πελασγική με γραμματικούς τύπους, όπως: Βάιτα/πήγα, μετέβην, βαν/πήγαν, μετέβησαν, βέτε/πηγαίνω, μεταβαίνω, βάτιjα/μετάβαση, πηγαιμός και βέντι/τόπος μετάβασης, εγκατάστασης (πρβλ. και τους τύπους της αρχ. ελληνικής βάτην, βαν, έβαν και Βατίαι).[19] Η δε ετυμολογία και εκ της πελασγικής λέξης αβ’, αβ’ρί / ανοιχτός,  αποψιλωμένος τόπος εντός δασικής έκτασης, δεν είναι αμελητέα, με την οποία θα μπορούσε να συνδεθεί το τοπωνύμιο του Σουλίου Αβαρίκο ή Ναβαρίκο/ν’ Αβαρίκου/στο Αβαρίκο.

Η αρβανίτικη γλώσσα έχει να μας διδάξει πολλά. Αρκεί να σκύψουμε πάνω της και εκείνη πρόθυμη θα μας χαρίσει τις απαντήσεις που αναζητάμε σε μία περίοδο που ακόμη κρύβει καλά τα μυστικά της, όχι επειδή αρνείται εκείνη να μας τα αποκαλύψει, αλλά επειδή εμείς διστάζουμε να τα αποκρυπτογραφήσουμε και να τα φέρουμε στο φως προς όφελος όχι μόνο της Ιστορίας, αλλά και της δικής μας συνειδησιακής ευθύνης, πριν χαθεί για πάντα μαζί μας και αυτή η δυνατότητα…

***

[1] Gohn Galt «Voyages and travels in the years 1809, 1810, 1811», Λονδίνο, 1812.

[2] Θεωρείται ο αρχαιότερος λαός της Εύβοιας και η νήσος ονομάστηκε εξ αυτών Αβαντίς.

[3] Ηρόδοτος, 1.146.1: «…Αυτός είναι ο λόγος που οι Ίωνες της Μικράς Ασίας σχημάτισαν δώδεκα πόλεις. Γιατί η εξήγηση, πως είναι τάχα αυτοί περισσότερο Ίωνες από τους άλλους Ίωνες ή ευγενέστερης καταγωγής, είναι μεγάλη ανοησία και να τη λέει κανείς, αφού ένα μεγάλο ποσοστό ανάμεσά τους αποτελούν οι Άβαντες από την Εύβοια, που με την Ιωνία δεν τους δένει ούτε καν το όνομα, και είναι ακόμη ανακατωμένοι μαζί τους Μινύαι (Πελασγοί) από τον Ορχομενό και Καδμείοι (Φοίνικες) και Δρύοπες (Πελασγοί) και μια αποσπασμένη ομάδα από Φωκείς (ΠελασγόΔωριείς)…».

[4] Ομ. Οδύσσεια τα 172-179

Άλλη δ άλλων γλώσσα, μεμιγμένη. Εν μεν Αχαιοί

Εν δε Ετεόκρητες μεγαλήτορες, εν δε Κύδωνες

Δωριείς τε τριχάικες δίοι τε Πελασγοί.

(Κάθε λαός κι’ η γλώσσα του. Των Αχαιών τα γένη, κι’ οι Κρητικοί λεοντόκαρδοι κι’ άξιοι Κυδωνιάτες,

και των Δωριέων τρεις φυλές, κι’ οι Πελασγοί λεβέντες).

[5] Ομ Ιλ Β 543,

αιχμηταί μεμαώτες ορεκτήσιν μελίησι

θώρακας ρήξειν δηίων αμφί στήθεσσι

(Πολεμιστές που με τα κοντάρια τους που πρόβαλαν

λαχταρούσαν να σπάσουν  τους θώρακες γύρω από τα στήθη των εχθρών).

[6] Ηροδότου Ιστορία, 1, 46.2 «…μετὰ ων την διάνοιαν ταύτην αυτίκα απεπειράτο των μαντείων των τε εν Έλλησι και του εν Λιβύῃ, διαπέμψας άλλους άλλῃ, τους μεν ες Δελφοὺς ιέναι, τους δε ες Άβας τας Φωκέων, τους δε ες Δωδώνην· οι δε τινὲς επέμποντο παρά τε Αμφιάρεων και παρὰ Τροφώνιον, οι δε της Μιλησίης ες Βραγχίδας…3 ταύτα μεν νυν τα Ελληνικὰ μαντήια ἐες τα απέπεμψε μαντευσόμενος Κροίσος· Λιβύης δε παρὰ Άμμωνα απέστελλε άλλους χρησομένους. διέπεμπε δε πειρώμενος των μαντηίων ο τι φρονέοιεν, ως ει φρονέοντα την αληθείην ευρεθείη, επείρηται σφέα δεύτερα πέμπων ει επιχειρέοι επὶ Πέρσας στρατεύεσθαι.

[7] Παυσανίας, Φωκικά, Ι0, 35, 1-4: Ο κύριος δρόμος από Ορχομενό προς Οπούντα οδηγεί στις Άβες και Υάμπολη. Οι κάτοικοι των Αβών λένε πως ήλθαν στη Φωκική γη από το Άργος και πως η πόλη πήρε το όνομά της από τον οικιστή Άβαντα, γιο του Λυγκέως και της Υπερμνήστρας, κόρης του Δαναού. Οι δύο γιοι του Άβαντα, ο μεν Ακρίσος και ο Προίτος, ο μεν πρώτος ανέλαβε την εξουσία στο Άργος, ο δε Προίτος στην Τίρυνθα. Η πόλη εθεωρείτο ιερή πόλη του Απόλλωνα και υπήρχε μαντείο του Απόλλωνα εκεί, πλούσιο σε θησαυρούς και αναθήματα. Το μαντείο των Αβών θωρείται αρχαιότερο εκείνου των Δελφών (Ηρόδ 1, 46) και ο Κροίσος, ο βασιλιάς της Λυδίας,  θέλοντας να εμποδίσει την ανάπτυξη του περσικού κράτους, συμβουλεύτηκε τα πιο φημισμένα  μαντεία του κόσμου, τα οποία ήταν: Των Δελφών, των Αβών, της Δωδώνης, των Θηβών (Αμφιάραου), της Λεβάδειας (Τροφώνιου), της Μιλήτου (Βραγχιδών),  και της Λιβύης (Άμμωνα). Οι Ρωμαίοι σεβάστηκαν τον θεό Απόλλωνα και άφησαν τους Αβαίους αυτόνομους, ενώ αντίθετα οι Πέρσες έκαψαν το μαντείο (Ηροδ. 8,33), ενώ αργότερα έπραξαν το ίδιο και οι Θηβαίοι…

[8] Ο Ελεφήνωρ, σύμφωνα με την Ιλιάδα (Β 536-545), εφονεύθη υπό του Αγήνορος (Δ 457-472). Κατά την παράδοση, ωστόσο, λέγεται ότι μετά τον τρωικό πόλεμο κατέληξε στο νησί Οθωνοί της Κέρκυρας , από όπου τον έδιωξε ένα φίδι και πέρασε στην Ήπειρο και ίδρυσε την Αβαντίδα της Θεσπρωτίας. Κατ’ άλλους οι σύντροφοί του ίδρυσαν στην Ήπειρο  την Απολλωνία. Ο Ελεφήνορας είχε σκοτώσει άθελά του τον παππού του Άβαντα και απαγορευόταν να επιστρέψει στην Εύβοια.

[9] Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς, ΙΣΤ

[10] Ο Ελεφήνωρ ήταν ένας από τους μνηστήρες της ωραίας Ελένης και για τον λόγο αυτό υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στον τρωικό πόλεμο. Σύμφωνα με την παράδοση, επειδή είχε σκοτώσει τον παππού του κατά λάθος, δεν επιτρεπόταν να πατήσει ξανά στην Εύβοια. Έτσι κατέληξε μετά τον πόλεμο στους Οθωνούς της Κέρκυρας και από εκεί τον έδιωξε ένα φίδι, οπότε πέρασε στην Ήπειρο και στην περιοχή Αβαντία, ενδέχεται, ωστόσο, οι σύντροφοί του να πήγαν μόνοι τους εκεί και να ίδρυσαν την Απολλωνία.

[11]  Παυσανία, Ελλάδος Περιήγηση, 7.4.9. «…αφίκοντο δε και Κάρες ες την νήσον επὶ της Οἰνοπίωνος βασιλείας και Άβαντες εξ Ευβοίας. Αποδάσμιοι και Μολοσσοὶ και Αρκάδες Πελασγοὶ καὶ Δωριέες Επιδαύριοι, άλλα τε έθνεα πολλὰ αναμεμίχαται….»

[12]  Παυσανία, Ελλάδος Περιήγηση, 5.22.4. «…σκεδασθεισών γαρ Έλλησιν, ως εκομίζοντο εξ Ιλίου, των νεών, Λοκροί τε εκ Θρονίου της επὶ Βοαγρίω ποταμώ και Άβαντες από Ευβοίας ναυσὶν οκτὼ συναμφότεροι προς τα όρη κατηνέχθησαν τα Κεραύνια…»

[13]  Παυσανίας, Κεφάλαιο 5, Παρ.33 : 3 – 4.

 [14] Πλούταρχος , Βίοι παράλληλοι, Θησεύς, 5, 2,2: «Όπως μη παρέχοιεν εκ των τριχών αντίληψιν τοις πολεμίοις…οι δ’ Άβαντες εκείραντο πρώτοι τον τρόπον τούτον, ουχ υπ’ Αράβων διδαχθέντες, ως ένιοι νομίζουσιν, ουδὲ Μυσοὺς ζηλώσαντες, αλλ’ όντες πολεμικοὶ και αγχέμαχοι και μάλιστα δη πάντων εις χείρας ωθείσθαι τοις εναντίοις μεμαθηκότες, ως μαρτυρεί και Αρχίλοχος εν τούτοις…»

[15] Μάχη εκ του συστάδην, δηλαδή σε φάλαγγα και σε απόσταση 2 μέτρων με όπλα κατάλληλα για την απόσταση αυτή (αγχέμαχα), όπως τα δόρατα.

[16] Ιλ. Β 540. Των αύθ’ ηγεμόνευ’ Ελεφήνωρ, όζος Άρηος,

Χαλκωδοντιάδης, μεγαθύμων αρχός Αβάντων

Τω δ’ άμ’ Άβαντες έποντο θοοί, όπισθεν κομόωντες…»

Σ’ αυτούς πάλι αρχηγός ήταν ο Ελεφήνορας, ακόλουθος του Άρη,

γιος του Χαλκόδοντα, αρχηγός στους γενναίους Άβαντες,

Αυτόν τον ακολουθούσαν οι ορμητικοί Άβαντες, που είχαν μακριά μαλλιά πίσω μόνο…»

Η ίδια λέξη αποδίδεται και στους ίππους.

Ιλιάδα Θ 41-42

…Χαλκόποδ’ ίππω, ωκυπέτα, χρυσέησιν εθείρησιν κομόωντε

δυο χαλκοπόδαρα άλογα, που πετούσαν γρήγορα και είχαν μακριές χρυσές χαίτες…»

[17] Από τη λέξη κόμη παράγεται το ρήμα κομάω-ώ και στην ιωνική διάλεκτο κομέω-ώ/φροντίζω, θεραπεύω, επική μετοχή κομόων,  μέλ. κομήσω. Η σημασία είναι έχω μακριά μαλλιά, τα οποία φροντίζω, καλλωπίζω και περιποιούμαι, περιποιημένη κόμη. Οι Αχαιοί ήταν κάρη κομόωντες (Ομ. Ιλιάδα, Η, 328, πολλοί γαρ τεθνάσι, κάρη κομόωντες Αχαιοί/γιατί πολλοί έχουν πεθάνει, μακρομάλληδες Αχαιοί και Ομ. Οδύσσεια, β 408-«κάρη κομόωντας εταίρους», είχαν δηλαδή μακριά μαλλιά και αυτό ήταν ένδειξη αριστοκρατικής καταγωγής. Οι Λάκωνες συνέχισαν αυτό το έθιμο, ενώ στην Αθήνα οι νέοι είχαν μακριά μαλλιά ως το 18ο έτος και τότε προσέφεραν τα μαλλιά τους σε κάποιον θεό. Το ρήμα κομάω είχε και την έννοια του καμαρώνω, περηφανεύομαι ή είμαι αλαζόνας (αρνητική έννοια), ενώ σημαίνει επίσης πυκνό  φύλλωμα δένδρων (κόμη/φύλλωμα πλούσιο, πλούσια βλάστηση, Ομ. Οδ. Ψ 195, «και τότ’ έπειτα απέκοψα κόμην τανυφύλλου ελαίης»/και τότε έκοψα της πυκνόφυλλης ελιάς την φούντα).

[18] Ι Πανταζίδου, Λεξικόν Ομηρικόν, σελ. 2.

[19] Ό.π, σελ. 122-123

Books and Style