ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ: PETER TAMAS

Το Books and Style υποδέχεται το 2018 με μία αποκλειστική φωτογράφιση της Νίνας Αλέξη, διανθισμένη με τη μαγική και αισθαντική ποίησή της.

TAXYδακτυλουργήματα

Ενέσεις εγκεφάλου, σπονδές εξωμήτριες
που εξοστρακίζουν το ποθητό σου είναι
φωνές που ενδυναμώνουν τις αδυσώπητες σιωπές
στο άπειρο σύμπαν σου.

Ηλεκτρόδια στης μοιρασιάς τα συναισθήματα
θλίψης, αισιοδοξίας, ευτυχίας, απογοήτευσης,
πόνου και λύτρωσης
αποφορτίζουν τις εντάσεις, αφομοιώνονται
μια στο μαύρο μια στο λευκό ουράνιο τόξο σου.

Κι εσύ σαν πεταλούδα μεθυσμένη απο ευτυχία
έκθυμα να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια, να μην αντιστέκεσαι,
συνειδητοποιώντας πόσο εύκολo ήταν τελικά,
πόσο λεπτή η γραμμή του μουντού ουρανού
απ’ το λευκό του γάλακτος της μάνας.

Πόσο κοντά ο θάνατος απ’ τη ζωή
πόσο επικίνδυνo το αβυσσαλέο μίσος
απ’ την υπέρτατη αγάπη
πόσο κοντά το ξέσπασμα του γέλιου από το κλάμα.
Άπειρη δυστυχία με ολίγιστες
δόσεις χαράς και αχνό φως.

Τότε γιατί πονάς; Για ποιόν; Γιατί τόση κόλαση
για να διαβείς
Του Παραδείσου τα μονοπάτια;
Πλανώμενη τα βήματά σέρνεις
με τα λευκά σου τα φτερά
που κηλίδες αίματος στάζουν
και λέρωσαν αιώνες μοναξιάς.

Κι εσύ, ακόμη δεν κατάφερες
ν’ ανθίσει ένα λουλούδι στην ψυχή σου.
Ν’ αποκωδικοποιήσεις τις κραυγές
του αδάμαστου λιονταριού
που βρυχάται ανά τους αιώνες,
παγιδευμένο μες στο πυκνόμαυρο σκότος
στις κούφιες ανύπαρκτες αιώνιες συνειδήσεις.

Να ελευθερωθείς και να ελευθερώσεις
σκλάβους και σοφούς,
αμαρτωλούς και ντροπιασμένους
που δεν βρήκαν το σθένος μήτε το θάρρος
μήτε κανένα φωτοστέφανο.

Σπόγγισε τα ματωμένα δάκρυα
που όπου πέσουν θάνατο σπέρνουν.
Σκόρπισε άρωμα,
ξεδίψασε τον πόθο τους για Λευτεριά.

Οδύσσεια Αγάπης

Σε ζητώ … Εκεί που οι μνήμες νεκρώνουν το σώμα
εκεί που ανήλεη φλόγα παγιδεύει την ηδονή
εκεί που οι ανάσες μας, μύριες εικόνες πλέκουν
΄κεί που τα χέρια σου, σαν τριαντάφυλλα
το κορμί μου ξεδιπλώνουν.

Σε ζητώ… Εκεί που το σκούρο μπλέ της θάλασσας
ενώνεται με τη γαλάζια σκέπη τ’ ουρανού.
Στα βάθη των ωκεανών, βαρύκαρδη γοργόνα
π’ αναζητά τον λησμονημένο βασιλιά της.

Εκεί που το τραγούδι του έρωτα, ηχεί σαν παφλασμός
στις μολυβένιες βουνοκορφές κάτω απ’το θολοσκέπαστο
ουρανό, που μοναχοί ύμνους κατανυκτικούς μελωδούν.
Εκεί που ο πόθος σου σαν αγριολούλουδο ανθίζει.

Σε ζητώ… ΄κει που τα χαμόγελα των παιδιών
χτίζουν έν’ άλλο κόσμο, ανθρώπινο, αληθινό,
που αντί για βόμβες που θάνατο σκορπούν
σάλπιγγες αγγέλων, μηνύματα Ειρήνης ηχούν
εκεί που οι άνθρωποι μόνο Αγάπη ξέρουν.

Σε ζητώ… ΄κει που τα όνειρα ξετυλίγονται,
σαρκώνονται κι ο πόνος ξαποσταίνει.
Εκεί που η Πίστη σμιλεύεται, ενστερνίζεται την Αγάπη
΄κει που οι έρωτες δεν χρειάζονται υποσχέσεις,
φλογοβόλα καλοκαίρια, μαργαριτάρια και χρυσόσκονη.

Εκεί που τα βραχνιασμένα σύννεφα, γοργοφτέρουγα
ζητούν εκδίκηση στα όνειρά μας.
Σε ζητώ εκρηκτικά στο αέναο σύμπαν
με τους χιλιάδες γαλαξίες
που χρυσοφέγγουν πάνω μας επ’ άπειρον
ενέργεια μαγική,
Αγάπη μου … Ίσως, ίσως σε βρω κάποια στιγμή,
Εκεί.

Το πρόσωπο δεν είδα

Ξεφτισμένες ελπίδες χαμογελούν απρόσωπα
Κυριακές και Τετάρτες σε όσους η μοίρα ξέγραψε.
Μια τεφρή Τρίτη σε γνώρισα,
στην άκρη του δρόμου με λουλουδένιο νυχτικό,
κουλουριασμένη σ’ ένα στρώμα, αυτή η καταφυγή σου.

Βίαια η βροχή μαστίγωνε τις λέρες της ασφάλτου.
Σταμάτησα, κι εσύ χάμω, δωρική κολόνα που’ σπασε,
το πρόσωπό δεν είδα μόνο τα ψαρά σου τα μαλλιά
το’ να σου χέρι το κεφάλι ν΄ακουμπά.

Συνέχισα να περπατώ μα η εικόνα σου
παγίδα στο μυαλό
τσαλάκωσε το αυθόρμητο χαμόγελο,
πεισματικά πίσω να με τραβά,
μεταστροφή κι επέστρεψα κοντά σου.
Μες στη βροχή που ανήλεα με χτυπά
το πανωφόρι μου έβγαλα, το σώμα σκέπασα.

Το πρόσωπό σου γύρεψα να βρω
μου τ’ αρνήθηκες. Μόνο το χέρι
μες τις ρυτίδες ν’αναπαύεται,
ταλαίπωρο απ’ τις πληγές σου, αυτό είδα.
Γονάτισα, τρυφερά τ’ άγγιξα, τη ζέστη της υφής
κι έκπληκτη τη γαλήνη σου ένοιωσα,
σου χάϊδεψα το κεφάλι, και ψιθύρισα:
«Θα επιστρέψω».

Αργοκινούμενη η σκιά χάθηκε κάτω απ’ τ’ αστροπελέκια
που θρήνους ξορκίζουν, τέρατα και φαντάσματα,
αναρωτιέμαι, πίστεψες πως θα επέστρεφα
ή συνηθισμένη ήσουν σε υποσχέσεις;
Ανυπεράσπιστη θα νοιώθεις,
φίδια χαϊδεύουν τον αφαλό, εκεί, που ο ομφάλιος λώρος
κόπηκε, στης μάνας την κραυγή, τον αναστεναγμό.

Σε βλέπω μόνη να θεραπεύεις
τα ζωτικά σου κομμάτια, καρδιά, νου, ψυχή,
παιδικές μνήμες αιώνων να καταψύχεις
πριν τις συντρίψει ο χρόνος.
Την άκρη του νήματος να βρεις
τη μήτρα της μάνας γης, τη ζωή που ρέει
στις κουρασμένες φλέβες να κανακεύεις.

Να ικετεύεις, ψάχνοντας ένα και μόνο λόγο,
ν’ αναρωτιέσαι – όπως πολλοί-
γιατί υπάρχω;
Μια τόσο ασήμαντη μικρή κουκίδα
στο τρισεκατομμυρίων μωσαϊκό του σύμπαντος;
Μέρες αργότερα ήρθα να σε βρω
ανακουφίστηκα, αυτοί που ειδοποίησα
σε πήραν!

Χαρμολύπη έλουσε την καρδιά
το πρόσωπό σου δεν θα’βλεπα
το χέρι σου θα το θυμάμαι πάντα.
Άραγε, πόσοι το κράτησαν; Πόσους βοήθησε;
Πόσα χάδια έδωσε; Πόσοι το φίλησαν;
Γιατί το άφησαν;

Ανεκλάλητο αίτημα

Στην Πίτσα Μπουρνόζου

Τα σύννεφα τρέχουν να ξεφύγουν
βρώμικα τα νερά του ποταμού
ακολουθούν την ξέφρενη πορεία τους.
Το γαλάζιο, ντύθηκε μαύρο
απέναντι το παγκάκι ξεκουράζεται.

Τα δάκρυα στεγνώνουν μονομιάς
οι χτύποι της καρδιάς παγώνουν.
Είναι η σιωπή που συναντά το άπειρο
κι οι ψυχές αδημονούν να μοιραστούν
το αγκάλιασμα των σκέψεων.

Λαβύρινθος ο νους του ανθρώπου
νοήσεις βαθυστόχαστες εναλλάσσονται
με ρηχά συναισθήματα
στο πέρασμά τους αφήνουν πικρία
την απογοητευτική συναλλαγή
του ενός με τον άλλο.

Το σύμπαν μου ένα χαοτικό σταυρόλεξο
σκέψεων, λέξεων, αναμνήσεων, προθέσεων,
σουρεαλισμού, πραγματικότητας,
πάθους, οργής, αναζήτησης
για το απυρόβλητο Αληθινό συναίσθημα
που με μαθηματική ακρίβεια
οδηγεί στην Αληθινή ΑΓΑΠΗ.

 

Φωτός ενατένισις

Στον Αλέξη Σολομό

Η νύχτα έλουσε τα μαλλιά της μ’ άρωμα λεμονιού,
θάνατο έντυσε τα ολόλευκά της κάλλη,
άγρυπνες γλαύκες σήμαναν
τη σκοτεινή βαθειά ειμαρμένη φώτισε
η επιλύχνια καλοσύνη σου.

Σφήνωσαν διαδοχικά τα αρχέγονα βιώματά σου,
στους γκριζοπράσινους βάλτους περπατάς
-βυθίζεσαι-αδιάλειπτα
αποσταμένη ψάχνεις Το ΦΩΣ
έμπλεως θάρρους και
προσμονής για ένα ξάστερο αύριο.

Πυξίδα σου οι προαιώνιοι Ήρωες,
κι εκείνοι της Πίστης σου κι ας ένοιωσες
πρόσκαιρα πως σ’ εγκατέλειψαν κι αυτοί.

Και να, που τώρα εύρυθμα έσχισες το βαθύ σκοτάδι
κι αποθεώθηκες απ’ τη σοφή κουκουβάγια
και των προάγγελων το φεγγοβόλημα.

Αγόγγυστα διάβηκες τις ανατολόβαφτες
στοιχειωμένες πόλεις
κέρδισες τη γαλήνη του ματιού της ψυχής
και του αετού, στον αστερισμό του μέλλοντος,
πέτρες βαριές στο βάθος της καρδιάς
σιγοχτυπούν στο άπειρο.

Σήκωσες ελαφρά το κεφάλι, λυτρωμένη,
ψέλλισες στα λαστιχένια αγάλματα
Τετέλεσται!

*
Το θηρίο μέσα του ήθελε
ν’ απελευθερωθεί.
Πολεμούσε με νύχια και με δόντια
έπρεπε να νικήσει
τον μεγαλύτερό του εχθρό,
τον εαυτό του.

*
Ήλιοι φύτρωσαν στο ταριχευμένο κεφάλι
μ’ ανείπωτο θράσος, δάδες ελπίδας άναψαν,
φώτισαν το κουρασμένο μαύρο, το αφάνισαν.

Aπό την ποιητική συλλογή «Ανίν Ιξελά» Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2017

Books and Style

Books and Style