ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: PETER TAMAS

«Εγώ είχα βάλει τότε τη φωτιά στο σχολείο», αποκαλύπτει ο Θανάσης Τσαλταμπάσης μέσα από τη συνέντευξη που μου έδωσε, κι εγώ θα συμπληρώσω ότι το μόνο σίγουρο είναι ότι συνεχίζει μέχρι σήμερα να ανάβει φωτιές στο θεατρικό σανίδι και όχι μόνο.

Με τη συγκλονιστική ερμηνεία του στην παράσταση «Τσάρλι Τσάπλιν», κατάφερε να με κάνει να μείνω μετέωρη με την απορία, αν το πρόσωπο που έβλεπα μπροστά μου ήταν ο ίδιος ο Σαρλώ και όχι κάποιος άλλος που τον υποδυόταν.

ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ: Θέατρο Ακροπόλ. «Τσάρλι Τσάπλιν». Μίλησέ μου για αυτήν τη μοναδική παράσταση στην οποία πρωταγωνιστείς.

Γερακίνα Μπουρίκα και Θανάσης Τσαλταμπάσης

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΛΤΑΜΠΑΣΗΣ: Σίγουρα είναι μοναδική! Είναι μια ευτυχής συγκυρία αυτή η παράσταση, γιατί περίπου πριν από τρία χρόνια, μου καρφώθηκε στο μυαλό να κάνω κάτι που να είχε σχέση με τον Σαρλώ. Δεν ήξερα τι ακριβώς, αλλά ήθελα να κάνω κάτι που να αφορά εκείνον, γιατί κι εγώ σαν ηθοποιός δουλεύω πάρα πολύ με το σώμα μου, με την έκφραση και επίσης μου αρέσει να υπάρχει και το τραγικό στοιχείο μέσα στην κωμωδία. Κάτι που σαν ήρωας ο Σαρλό το είχε απόλυτα. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, λοιπόν, καρμικά, ήρθε ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας και ο παραγωγός του «Ακροπόλ» Μάριος Τάγαρης, που ήθελαν ακριβώς το ίδιο. Τότε είπα «κάτι συμβαίνει εδώ».

Ψάχνοντας, βρήκαμε αυτό το βραβευμένο Γαλλικό υπέροχο έργο, που έχει να κάνει με τη ζωή του Τσάρλι Τσάπλιν. Κι ενώ εγώ στο νου μου αρχικά είχα μόνο τον Σαρλό, διαπίστωσα ότι τελικά έχει απίστευτο ενδιαφέρον η ζωή αυτού του ανθρώπου.

Αποφάσισα λοιπόν να δείξω αυτήν τη διαφορετικότητα του ρόλου από τον ηθοποιό, που πολλές φορές υπάρχει, όμως ο πολύς κόσμος δεν την καταλαβαίνει. Πιστεύει ότι ο ηθοποιός είναι αυτό που βλέπει στον ρόλο. Ότι μάλλον έτσι είναι και στη ζωή του. Ο Τσάρλι Τσάπλιν με την πολυτάραχη ζωή του, είναι ένα τρανό παράδειγμα ότι δεν συμβαίνει αυτό.

Πέρα από αυτό, ένα επιπλέον στοίχημα για μένα ήταν και το πρακτικό κομμάτι της παράστασης. Στο έργο βλέπουμε όλα τα στάδια της ηλικίας του, γιατί τον πιάνουμε από πολύ μικρό παιδάκι μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Έτσι εκτός του ότι πρέπει να παίζω τον Σαρλώ και να αποδώσω τις συναισθηματικές αλλαγές του Τσάπλιν, πρέπει να αλλάζω και σωματικά για να μπορώ να παίξω όλες τις ηλικίες του.

Γ.Μ.: Πόση μεγάλη ευθύνη είναι για σένα να υποδύεσαι την πρώτη παγκόσμια αναγνωρίσιμη φιγούρα της κινηματογραφικής τέχνης; Ένιωσες καθόλου φόβο πριν ξεκινήσεις;

Θ.Τ.: Φόβο δεν ένιωσα ποτέ. Ειδικά για τη δουλειά μου, δεν νιώθω ποτέ φόβο αλλά φιλοσοφημένα δεν νιώθω γενικότερα στη ζωή μου. Ίσως θα το έλεγα μόνο για το θάνατο, όμως και αυτός μάλλον δεν με φοβίζει, με ξενίζει ίσως. Η λέξη δέος ταιριάζει γι’ αυτό που νιώθω και όχι φόβος. Για το έργο οπωσδήποτε υπάρχει μια μεγάλη ευθύνη από μέρους μου, όπως και για κάθε ρόλο που κάνω. Βέβαια επειδή εδώ είναι αναγνωρίσιμη φιγούρα, οι απαιτήσεις από το κοινό προς εμένα είναι μεγαλύτερες, έτσι μεγαλώνει και η ευθύνη μου, όμως παρόλα αυτά, εγώ αυτή τη δουλειά την κάνω για τη χαρά. Εγώ παίζω. Όταν με ρωτούν τι κάνεις φέτος, απαντώ «παίζω σε αυτή την παράσταση», «παίζω αυτό το ρόλο». Τη λέξη παιχνίδι δεν την ξεχνάω ποτέ και τη βάζω πρώτη. Μετά έρχονται όλα τ’ άλλα, μαζί με την ευθύνη φυσικά που νιώθω σαν ώριμος άνθρωπος και επαγγελματίας. Όμως το παιχνίδι δεν σταματά. Ένα παιχνίδι με σοβαρούς και επαγγελματικούς όρους, αλλά πάντα παιχνίδι.

Γ.Μ.: Ποια είναι τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στον Τσάρλι Τσάπλιν και στον Θανάση Τσαλταμπάση;

Θ.Τ.: Τελικά έχω βρει αρκετά κοινά στοιχεία. Το μεγαλύτερο θα έλεγα ότι είναι το πάθος για τη δουλειά. Μελετώντας έναν άνθρωπο που ήταν παθιασμένος, ζούσε και ανέπνεε για την τέχνη του, είδα ότι είμαι κι εγώ έτσι. Με απασχολεί μονίμως το θέατρο και οι ρόλοι μου. Οτιδήποτε κάνω σε αυτή τη δουλειά με απασχολεί μέσα στη μέρα, ακόμα και όταν δεν ασχολούμαι άμεσα με αυτό. Ένα δεύτερο κοινό στοιχείο είναι το φαίνεσθαι με το τι είναι πραγματικά, που είναι αρκετά διαφορετικό. Και για εμένα, ο περισσότερος κόσμος επειδή με έχει μάθει από κωμικές τηλεοπτικές και κινηματογραφικές δουλειές, αισθάνεται κάτι που δεν είμαι απόλυτα εγώ. Το παρατηρώ αυτό στο πώς μου μιλούν και πώς μου φέρονται στο δρόμο. Σαφέστατα οι ρόλοι έχουν φτιαχτεί από εμένα, αλλά σαν χαρακτήρας, δεν μπορώ να πω ότι έχω σχέση με τους ρόλους και γι’ αυτό μου αρέσει αυτή η δουλειά. Γιατί ξεφεύγω από τον εαυτό μου.

Μια ακόμη κοινή συνισταμένη, είναι η αγάπη για τη δουλειά, η αγάπη για τον συνάνθρωπο, τα ωραία και σωστά μηνύματα που πάντα θέλω μέσα από τη δουλειά μου να περνάω στο κοινό. Αυτό ακριβώς που έκανε και ο Τσάπλιν. Κάθε του έργο είχε και μια κοινωνική, πολιτική σημασία. Πάντα κάτι ήθελε να πει. Κι εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω πάντα. Κάτι να δίνω και σ’ εμένα και στον κόσμο.

Γ.Μ.: Τον Τσάρλι Τσάπλιν τον οδήγησε στο θέατρο μια περίεργη μοίρα. Η δική σου μοίρα τι έγραφε και βρέθηκες σ’ αυτόν τον χώρο;

Θ.Τ.: Κι εγώ λίγο τυχαία μπορώ να πω ότι βρέθηκα. Από πολύ μικρός βέβαια είχα προσλαμβάνουσες που αφορούσαν στο θέατρο. Με πήγαιναν οι γονείς μου σε παραστάσεις και μαγευόμουν, ακόμη κι αν δεν καταλάβαινα τίποτα λόγω μικρής ηλικίας.

Όταν λοιπόν ήμουν στην τρίτη Δημοτικού, τα παιδιά της έκτης ετοιμάζανε μια παράσταση στη βιβλιοθήκη της γειτονιάς μου, ξεκινώντας τις πρόβες τους μόλις έκλεινε για το κοινό. Εγώ φυσικά δεν μπορούσα να μπω, όμως θυμάμαι ότι καθόμουν κολλημένος στα τζάμια και από τις χαραμάδες, ανάμεσα από τις κουρτίνες, έβλεπα τις πρόβες. Κάποια στιγμή είχε βγει έξω η κυρία που ήταν βοηθός του σκηνοθέτη και με μάλωσε λέγοντας «Τι κάνεις εσύ εδώ; Είναι αργά. Είσαι μικρό παιδί και πρέπει να πας στο σπίτι σου». Εγώ τότε της είχα πει «εντάξει», παριστάνοντας πως φεύγω για να με δει, όμως έπειτα από λίγο επέστρεψα. Αυτό επαναλαμβανόταν για μέρες μέχρι που ήρθε ο σκηνοθέτης της παράστασης και με είδε κι εκείνος. Με ρώτησε κι αυτός «τι κάνεις εδώ;» κι εγώ απάντησα ότι «μ’ αρέσει αυτό που βλέπω». Και τότε μου είπε «για έλα μέσα να διαβάσεις». Έτσι, το ένα έφερε το άλλο και τελικά κατέληξα να έχω τον κεντρικό ρόλο σε αυτό το έργο. Ανάμεσα στα παιδιά της έκτης. Ο ρόλος ήταν πολύ αστείος. Εγώ ήμουν ο πιο κοντούλης και ο πιο μικρούλης και έπαιζα έναν σοβαρό δήμαρχο, έχοντας και μια γυναίκα δύο κεφάλια ψηλότερη από εμένα. Από εκείνη την παράσταση, λοιπόν, αυτό που είχα νιώσει ανεβαίνοντας πάνω στη σκηνή, ήθελα να γίνει η ζωή μου. Περνώντας τα χρόνια καλλιεργήθηκε στο μυαλό μου, κι έτσι μεγαλώνοντας πήρα την απόφαση να γίνω ηθοποιός. Νομίζω όμως ότι τότε εκεί στη βιβλιοθήκη, μπήκε το μικρόβιο για τα καλά μέσα μου.

Γ.Μ.: Πώς συνεχίζεται το μέλλον σου επαγγελματικά;

Θ.Τ.: Στα σκαριά είναι μία ταινία που σκηνοθετεί και έχει γράψει ο Νίκος Ζαπατίνας. Εκεί θα είμαστε ντουέτο με τον Λευτέρη Ελευθερίου. Είναι μία πολύ ωραία σημερινή κωμωδία γραμμένη πάνω μας και θα βγει στους κινηματογράφους πριν τα Χριστούγεννα του 2018. Για μένα είναι μεγάλη χαρά που θα ετοιμάσουμε αυτή την ταινία, καθώς έχω συνεργαστεί ξανά με τον Νίκο Ζαπατίνα που είναι ένας κινηματογραφιστής σπάνιος για τα ελληνικά δεδομένα. Είναι σαράντα χρόνια περίπου σε αυτή τη δουλειά, έχοντας κάνει καταπληκτικές ταινίες. Για τα γυρίσματα θα φύγουμε για δύο μήνες στη Νάξο, οπότε για όσο θα διαρκέσει αυτό δεν θα μπορούσα να κλείσω και θέατρο. Άλλωστε, κατά ενενήντα εννέα τοις εκατό η παράσταση με τον Τσάρλι Τσάπλιν θα ανέβει και του χρόνου γιατί είναι κάτι που δεν θέλω ν’ αφήσω.Γ.Μ.: Μια Πέμπτη απόγευμα βρέθηκες στη Χαλκίδα, στο θέατρο «Περί – Τεχνών». Μίλησέ μου για την καινούργια εμπειρία που έζησες εκεί.

Θ.Τ.: Ήταν μια υπέροχη εμπειρία. Οργανώσαμε, εκεί, με την ιδιοκτήτρια και διευθύντρια του θεάτρου, την Πέρη Καραμούζη, μια διαφορετική βραδιά. Πρέπει αρχικά να σου πω ότι τα τελευταία δύο χρόνια με τριβέλιζε το να μεταδίδω και σε άλλους αυτά που γνωρίζω και που κι εγώ μαθαίνω. Όλη την εμπειρία που έχω ήδη πάνω στη σκηνή. Έτσι σκέφτηκα να οργανώσω ένα σεμινάριο με τους εκεί ερασιτέχνες ηθοποιούς. Μάλιστα αποφάσισα να διαλέξω μια επαρχιακή πόλη γιατί και εγώ όταν ζούσα στην Κοζάνη όπου σπούδαζα, διψούσα να έρθει κάποιος επαγγελματίας να μας μιλήσει για το θέατρο. Όταν πήγα βέβαια εκεί, εξεπλάγην πολύ ευχάριστα. Δεν το περίμενα ότι η Χαλκίδα θα έχει τόσο καλό και τόσο πολύ υλικό. Μίλησα με ανθρώπους που θα μπορούσαν να ασχολούνται επαγγελματικά με το θέατρο. Τουλάχιστον από αυτό που εγώ είδα. Έτσι, αυτή η βραδιά έγινε η αρχή για να συνεχίσω αυτό που έζησα εκεί, γιατί μου κέντρισε πάρα πολύ το ενδιαφέρον.

Γ.Μ.: Οπότε ξεκινάς ένα καινούργιο βήμα στην καριέρα σου;

Θ.Τ.: Ναι. Σκέψου ότι ήδη μου είχαν προτείνει τα τελευταία χρόνια από σχολές να πάω και να διδάξω, όμως εγώ ένιωθα διστακτικός. Παρόλο που έχω και τη γνώση και την εμπειρία. Έχω να κάνω με τη σκηνή γύρω στα είκοσι οχτώ χρόνια πλέον, ξεκινώντας από τα εννέα μου. Όμως αυτό που έκανα για πρώτη φορά στη Χαλκίδα, μου έδωσε τη σιγουριά ότι μπορώ να το κάνω και σε άλλα επίπεδα, ίσως και σε μία σχολή πλέον, ή και σε άλλες πόλεις, γιατί ήδη μετά από αυτό το σεμινάριο με προσέγγισαν πολλοί ερασιτεχνικοί σύλλογοι από όλη την Ελλάδα για να πάω.

Γ.Μ.: Τηλεόραση: το κουτί των θαυμάτων για πολλούς. Για σένα, τι είναι;

Θ.Τ.: Είναι μια συντροφιά. Ένα μέσο διασκέδασης και καμιά φορά και ψυχαγωγίας, με τα καλά της και τα κακά της. Αυτά που θέλω εγώ να πετάξω, τα πετάω στο σπίτι μου, όμως μου αρέσει να παρατηρώ και για τη δουλειά μου και γενικότερα, όχι μόνο γι’ αυτή. Πάντα ήθελα να έχω πλήρη εικόνα σε όλα. Οπότε, πολλές φορές παρακολουθώ προγράμματα, χωρίς να σημαίνει ότι τα παραδέχομαι. Τα βλέπω όμως για να ξέρω τι συμβαίνει, ποια είναι η τάση, τι πρέπει να απορρίψω, γιατί σίγουρα πρέπει να δω κάτι πριν το απορρίψω.

Εγώ θέλω να βρίσκομαι στην τηλεόραση με ωραίες δουλειές, με ωραίους συνεργάτες, και μόνο όταν συμβαίνει αυτό το κάνω. Όταν βλέπω ότι δεν υπάρχει το έδαφος, δεν το κάνω. Γιατί αυτό το κουτί των θαυμάτων, όπως πολύ σωστά το είπες, μπορεί να γίνει μπουντρούμι, φάκα και να σε παγιδεύσει σε κάτι κακό.

Η τηλεόραση έχει μία δύναμη που δεν την καταλαβαίνεις εύκολα. Όταν κάνω γυρίσματα σκέφτομαι πως τώρα είμαστε εδώ, δεκαπέντε είκοσι άνθρωποι, και αυτό είναι η καθημερινότητά μας. Αυτό όμως που κάνουμε εμείς εκείνη τη στιγμή, μπορεί να το δουν δύο και τρία εκατομμύρια άνθρωποι, και γι’ αυτό θέλει πάρα πολύ προσοχή. Αν λοιπόν την ευτελίσεις αυτή τη δουλειά, μόνο να χάσεις έχεις. Εγώ, όταν είμαι στην τηλεόραση δουλεύω σαν να κάνω την καλύτερη δουλειά του κόσμου.

Γ.Μ.: Έχεις προδώσει ποτέ τον εαυτό σου κάνοντας κάτι που δεν σου άρεσε, μόνο και μόνο για να βοηθήσεις την καριέρα σου; Έχει αδικηθεί ποτέ ο Θανάσης;

Θ.Τ.: Συνειδητά, όχι. Ευτυχώς δεν αναγκάστηκα ποτέ. Ακόμα και όταν τα οικονομικά μου δεν είναι ή δεν ήταν πολύ καλά, δεν επέλεξα δουλειά που θα μου έδινε χρήματα, παρά δουλειά που θα έκανε καλό στην ψυχή μου. Έχω υπάρξει σε δουλειές που προέκυψαν να μην είναι όπως τις περίμενα, αλλά δεν ήξερα από πριν τι θα συνέβαινε. Το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός, κλείνεις πάντα με μια χαρά κι έναν αέρα. ότι θα γίνει κάτι καλό αλλά μπορεί διάφοροι εξωγενείς παράγοντες να στο μετατρέψουν σε κακό. Αυτό, ναι. Μου έχει συμβεί. Αλλά να προδώσω τα δικά μου πιστεύω, τα δικά μου θέλω σαν καλλιτέχνης, για άλλους λόγους δεν το έχω κάνει ποτέ και δεν θέλω ποτέ να το κάνω.

Γ.Μ.: Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σου;

Θ.Τ.: Ο κακός μου εαυτός. Αν μιλήσουμε για τη δουλειά, είναι ο κακός μου εαυτός. Που και πάλι έχω μάθει να τον διαχειρίζομαι. Εκτός δουλειάς είναι το αβέβαιο του τι συμβαίνει μετά από αυτή τη ζωή. Φυσικά μόνο όταν το σκέφτομαι, γιατί δεν το σκέφτομαι καθημερινά, μου προκαλεί ένα δέος και μια αγωνία.

Γ.Μ.: Μια μεγάλη αγάπη έχει ανάγκη την επισημοποίηση μέσα από έναν γάμο ή ο γάμος γίνεται ηθική επιταγή μόνο τη στιγμή που θέλει κάποιος να κάνει παιδιά; Εσύ για ποιο λόγο θα παντρευόσουν;

Θ.Τ.: Θα παντρευόμουν αν μου το έλεγε η ψυχή μου ή αν μας την βαρούσε και το θέλαμε. Πιστεύω πια στην ουσία των πραγμάτων. Αν την ίδια ερώτηση μου την έκανες πριν από δύο χρόνια, θα σου έλεγα ότι «θέλω να παντρευτώ», ότι πιστεύω πως ο γάμος είναι «αυτό κι αυτό κι αυτό»… Δεν πιστεύω πια τίποτα. Πιστεύω ότι η ουσία είναι η αγάπη και η συντροφικότητα. Η επισημοποίηση μου αρέσει σαν έθιμο, σαν μια γιορτινή κατάσταση που μαζεύεις φίλους συγγενείς και δείχνεις και στην αγάπη σου, ότι το δηλώνεις και μπροστά σε κόσμο, ότι «εγώ θα σε αγαπώ». Όμως από την άλλη, αυτό μπορεί να γίνει και παγίδα και να σε εγκλωβίσει. Όταν αργότερα μπορεί να σταματήσουν να υπάρχουν αυτά τα αισθήματα, εσύ δεν θα μπορείς να φύγεις εύκολα. Οπότε δεν τον θεωρώ τόσο απαραίτητο πια το γάμο. Ούτε κόπτομαι να βάλω γαμπριάτικο, ούτε νυφικό (γέλια).

Γ.Μ.: Δώσε μου μία εικόνα ευτυχίας και μία εικόνα δυστυχίας.

Θ.Τ.: Δυστυχίας μπορώ να σκεφτώ πολλές. Θα σου πω πρώτα αυτές. Συρία, που είναι και πρόσφατο. Εικόνες από εκεί. Γωνιές της Αθήνας και όχι μόνο με τους άστεγους, τους άπορους. Σπίτια που από έξω δείχνουν καλά και μέσα υπάρχει κρυφή δυστυχία που ποτέ δεν φαίνεται. Πρόσωπα θλιμμένα με την οικονομική κατάσταση… Δυστυχώς, υπάρχει μπόλικη δυστυχία. Την ευτυχία, θα πω το τετριμμένο, την βλέπω σε στιγμές. Σε ένα ωραίο δείπνο με τη σύντροφό μου, στη στιγμή του χειροκροτήματος στο θέατρο, σε ένα τηλεφώνημα με τους γονείς μου που είναι μακριά και δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Ή όταν βρισκόμαστε από κοντά. Τέτοιες στιγμές είναι η ευτυχία. Τη δυστυχία τη νιώθω περισσότερο για τον περίγυρό μου. Για τον εαυτό μου αντέχω πράγματα. Αυτά που με θλίβουν και με στενοχωρούν είναι, όταν βλέπω τους συνανθρώπους μου να είναι δυστυχισμένοι. Αυτό μου προκαλεί εμένα δυστυχία.

Γ.Μ.: Περίγραψέ μου τη μεγαλύτερη σκανδαλιά που είχες κάνει όταν ήσουν παιδί. Αυτή που μέχρι και τώρα, η μητέρα σου τη θυμάται.

Θ.Τ.: Η μητέρα μου δεν ξέρω αν τη θυμάται, όμως εγώ δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Έξω από το σχολείο που πήγαινα κάποτε, υπήρχε ένα μεγάλο παρτέρι με φυτά φυτεμένα στη σειρά, που κάλυπταν όλη την περίμετρο του σχολείου και του προαυλίου. Μια μέρα ήμουν με έναν φίλο μου μέσα στην αυλή του σχολείου και παίζαμε με σπίρτα. Εγώ ανάβοντας ένα σπίρτο, είχα πει ότι πετώντας το θα στηριζόταν σε μια διχάλα που υπήρχε απέναντι. Εκείνος μου έλεγε ότι δεν μπορώ να το κάνω, εγώ όμως το έκανα για να αποδείξω ότι μπορώ, και φυσικά το σπίρτο δεν στηρίχτηκε πουθενά. Έπεσε όμως ανάμεσα στα φυτά με αποτέλεσμα να πάρει εκείνο το σημείο φωτιά. Η φωτιά όμως εξαπλώθηκε σιγά σιγά σε όλα τα φυτά γύρω από το σχολείο. Θυμάμαι να βγαίνουν οι πάντες έξω από το κτίριο -και ο διευθυντής φυσικά- και από όλα τα σπίτια που υπήρχαν τριγύρω να μαζεύεται κόσμος. Εμένα λοιπόν επειδή όλοι πίστευαν ότι είμαι πολύ καλό παιδί -και ήμουν καλό παιδί, αλλά ήμουνα και σκανδαλιάρης, με αυτό το προσωπείο όμως του πολύ καλού παιδιού και δεν με καταλάβαιναν- δεν με μάλωσε κανένας. Όλοι άρχισαν να κατηγορούν τον φίλο μου ότι έβαλε τη φωτιά. Εγώ εντωμεταξύ φώναζα, «όχι, εγώ το έκανα», και εκείνος επίσης έλεγε «ο Θανάσης το έκανε», όμως όλοι του απαντούσαν, «όχι δεν το έκανε ο Θανάσης. Εσύ το έκανες. Και ο Θανάσης επειδή είναι καλό παιδί προσπαθεί να σε καλύψει». Κανείς λοιπόν δεν μας πίστεψε με αποτέλεσμα να μαλώνουν μόνο τον φίλο μου και ακόμη και οι γονείς του που το έμαθαν αργότερα, τον τιμώρησαν. Όσο κι αν είχα προσπαθήσει τότε, δεν μπορούσα να πείσω κανέναν ότι το είχα κάνει εγώ.Γ.Μ.: Σήμερα λοιπόν θα αποκατασταθεί η αλήθεια για την αθωότητα του φίλου σου τότε.

(Γελάει)
Θ.Τ.: Επιτέλους. Ήρθε η ώρα. Εγώ είχα βάλει τότε τη φωτιά στο σχολείο.

Books and Style

Books and Style