ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: PETER TAMAS
Φωτογραφίες γιόγκα: Fatos Safak Pinarbasi

Μετaφράσεις: Ανθή Πάγκαλη, Ειδικό τμήμα των εκδόσεων Ψυχογιός, Biray Anıl Birer, Ayça Kamacıoğlu.

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ-ΤΟΥΡΚΙΚΑ-ΑΓΓΛΙΚΑ

ROPÖRTAJ YUNANCA, TÜRKÇE VE İNGİLİZCE YAYINLANMIŞTIR

Aşağıdaki bağlantıyı takip ederek röportajı Türkçe’de okuyabilirsiniz

THE INTERVIEW IS PUBLISHED IN GREEK, TURKISH AND ENGLISH

Click here to read in English

***

Η Δάφνη Σούμαν είναι διάσημη συγγραφέας της Τουρκίας που κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα. Πολύ συχνά ταξιδεύει στην πατρίδα της, την Τουρκία -κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη- όπου διδάσκει ως καθηγήτρια γιόγκα. Με τους συνεργάτες μου, την συναντήσαμε στο σπίτι της, κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Η ίδια και ο σύζυγός της μας υποδέχθηκαν σαν παλιούς καλούς φίλους, μέσα σε μια χαλαρωτική ατμόσφαιρα, πλαισιωμένη από αντικείμενα της Πόλης, και μας κέρασε αρωματικό τούρκικο τσάι σερβιρισμένο σε παραδοσιακά φλυτζάνια. Η γαλήνη που μας μετέδωσε, η θετική αύρα της που σκορπίζεται σε όλο το σπίτι, η αγάπη και η τρυφερότητα που αναγνώρισα στα βλέμματα που αντάλλασε με τον Έλληνα σύζυγό της, μου μετέφεραν την εντύπωση μιας γυναίκας που βρίσκεται στο στάδιο της ζωής που ίδια επέλεξε και απολαμβάνει.

Δάφνη Σούμαν και Μαίρη Γκαζιάνη

ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στην Κωνσταντινούπολη, ζήσατε κάποια χρόνια στις ΗΠΑ και στη συνέχεια εγκατασταθήκατε στην Ελλάδα. Τι αντιπροσωπεύει για εσάς κάθε μία από αυτές τις χώρες;

DEFNE SUMAN: Η Κωνσταντινούπολη είναι πατρίδα. Αυτό έχει σταθεί για μένα. Όσο κι αν ταξίδεψα μακριά της, όσο κι αν άλλαξε τα τελευταία 25 χρόνια. Είμαι διαρκώς ερωτευμένη με την πόλη, με τα γαλάζια νερά της, τις γάτες και τους γλάρους, τα πλοιάρια, τις εκκλησίες, τα τζαμιά και τα σοκάκια που μετρούν αιώνες. Η Κωνσταντινούπολη είναι η μούσα μου -όλες οι ιστορίες μου εκεί ξεκινούν και εκεί τελειώνουν. Είναι ο μοναδικός μου έρωτας, σε ό,τι έχει να κάνει με τόπους. Έζησα στην Ταϊλάνδη, στο Λάος, ταξίδεψα στην Ινδία, την Ινδονησία, τη Μαλαισία. Διδάχτηκα πολλά από τον τρόπο σκέψης των λαών της Ασίας. Έμαθα να χαλαρώνω και να είμαι άνετη, ακόμη κι όταν περιτριγυρίζομαι από το χάος και το άγνωστο. Οι άνθρωποι της νοτιοανατολικής Ασίας με δίδαξαν πως όταν υπάρχει άγχος στη ζωή, ο θυμός δεν είναι παρά μία από τις απαντήσεις που μπορώ να δώσω. Υπάρχει επίσης η αγάπη και η κατανόηση. Υπάρχει η αποδοχή και η παράδοση εκεί που προκύπτει άγχος. Με δίδαξαν πως οι αντιδράσεις μου αποτελούν πάντοτε δική μου επιλογή, κι έχω τη δύναμη να επιλέξω το πώς θα αντιδράσω. Είμαι παντοτινά ευγνώμων στους λαούς της νοτιοανατολικής Ασίας γι’ αυτό το πολύτιμο μάθημα που μου πρόσφεραν. Αργότερα, ταξίδεψα στο Όρεγκον, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έζησα στο Πόρτλαντ για μεγάλο διάστημα. Η Αμερική μου δίδαξε το σθένος. Κι εγώ, δίδαξα τον εαυτό μου ότι μπορώ να πετύχω οποιονδήποτε στόχο, αρκεί να είμαι αφοσιωμένη στον στόχο αυτό. Τελικά, εγκαταστάθηκα στην Ελλάδα. Πλέον, τόπος μου είναι η Αθήνα. Για μένα, η Αθήνα είναι η πόλη της χαράς, της ομορφιάς και της χάρης. Περιδιαβαίνω τους δρόμους και θαυμάζω την ομορφιά των χρωμάτων, των κτιρίων, των αρχαιολογικών χώρων, τη χαρά των ανθρώπων, την περήφανη κορμοστασιά νεαρών γυναικών, το ξένοιαστο γέλιο του κόσμο. Η Αθήνα είναι η πόλη όπου μαθαίνω πώς να εκτιμώ τη ζωή -ό,τι πολυτιμότερο διαθέτουμε.

Μ.Γ.: Μετά τις σπουδές στην Κοινωνιολογία, αρχίσατε τα ταξίδια ανά τον κόσμο. Ποια ανάγκη σας ωθούσε να γνωρίσετε τον κόσμο;

D.S.: Την εποχή εκείνη είχα ολοκληρώσει όλους τους στόχους μου και δεν ήξερα τι να κάνω. Σπούδασα στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, το πλέον αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο της Τουρκίας. Φοίτησα στον τομέα κοινωνιολογίας και έγραψα τη διπλωματική μου για τις νέες γυναίκες που επέλεξαν να ενταχθούν στο ισλαμικό κοινωνικό κίνημα (μιλάμε για το 1997, όταν η άνοδος του ισλαμικού κοινωνικού κινήματος ήταν κάτι το καινοφανές στην Τουρκία). Έλαβα πλήρη υποτροφία για να κάνω το διδακτορικό μου στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες. Σκόπευα να διδάξω στο πανεπιστήμιο. Το μέλλον μου ήταν καθορισμένο. Εντελώς ξαφνικά, όμως, συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα εκείνο το μέλλον, οσοδήποτε λαμπρό και σημαντικό κι αν φάνταζε. Η ακαδημαϊκή εργασία ήταν περιορισμένη, δεν με ικανοποιούσε. Δεν επρόκειτο να καλύψει την ανάγκη μου για δημιουργικότητα. Απέρριψα την υποτροφία και αρνήθηκα να μεταβώ στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας για το διδακτορικό μου. Οι γονείς μου τρελάθηκαν. Θύμωσαν πολύ. Πίστευαν πως είχα κάψει το μέλλον μου για ένα καπρίτσιο. Καθημερινά με ρωτούσαν, τι σκόπευα να κάνω στη ζωή μου, αν όχι ένα διδακτορικό, αν δεν γινόμουν ακαδημαϊκός, τότε τι θα έκανα; Κουράστηκα πολύ από το να μην έχω να τους δώσω μια απάντηση. Τότε ήταν που αποφάσισα να φύγω από την Τουρκία και αναζήτησα εθελοντική εργασία κάπου μακριά. Σε ένα μικρό σχολείο, στην βορειοανατολική Ταϊλάνδη, όπου αναζητούσαν δάσκαλο αγγλικών. Πήρα το πρώτο αεροπλάνο και έφυγα από την Τουρκία. Παρέμεινα στην Ταϊλάνδη επί τρία υπέροχα χρόνια.

Μ.Γ.: Στις ΗΠΑ, πώς βρεθήκατε και τι ήταν αυτό που σας έφερε για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα;

D.S.: Η μοίρα βρίσκεται πάντοτε ένα βήμα μπροστά, κάθε φορά που κάνεις σχέδια για τη ζωή σου! Το 1997 κέρδισα μια Πράσινη Κάρτα, από λοταρία. Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών δωρίζει άδειες παραμονής (Πράσινες Κάρτες) σε ορισμένους ανθρώπους στον κόσμο, προκειμένου να ενισχύσει τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της χώρας. Όσοι κληρώνονται στη λοταρία, κερδίζουν Πράσινες Κάρτες. Εκείνη η λοταρία μου άλλαξε τη ζωή, και δεν ήμουν καν ΕΓΩ εκείνη που υπέβαλε την αίτηση. Ο πατέρας μου ήταν! Έβαλε το όνομα όλη της οικογένειας στη λοταρία. Εγώ, δεν το ήξερα καν. Και τελικά, μονάχα ΕΓΩ κληρώθηκα! Αυτό σήμαινε πως θα μπορούσα να ζήσω και να εργαστώ στις ΗΠΑ νόμιμα, και να γίνω πολίτης σε πέντε χρόνια. Αυτό αποτελεί μια σπουδαία ευκαιρία για μία νέα γυναίκα που ζει σε μια χώρα ασταθή, όπως η Τουρκία. Όμως μου πήρε τελικά 8 χρόνια μέχρι να πάω και να ζήσω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ίσως γιατί περίμενα να παίξει η μοίρα το ρόλο της. Το 2005, όταν τελικά πήγα στο Όρεγκον για να μελετήσω γιόγκα προκειμένου να γίνω δασκάλα, συνάντησα τον πιο υπέροχο άντρα σε ολόκληρο τον κόσμο: έναν Έλληνα. Τον ερωτεύτηκα αμέσως. Έξι χρόνια μετά, παντρευτήκαμε και εγκατασταθήκαμε στην Ελλάδα.Μ.Γ.: Είστε καθηγήτρια γιόγκα. Πότε την «ανακαλύψατε» κι έγινε μέρος της καθημερινότητάς σας;

D.S.: Τη γιόγκα την ανακάλυψα στην Ταϊλάνδη. Όπως σας ανέφερα και νωρίτερα, ζούσα σε μια μικρή πόλη της Ταϊλάνδης, όπου δίδασκα αγγλικά σε ένα σχολείο. Μια μέρα, είδα μια αγγελία για ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα γιόγκα. Ήταν ένα εισαγωγικό πρόγραμμα, περιλάμβανε θεωρία, φιλοσοφία, διαλογισμό, ασκήσεις αναπνοής και, φυσικά, τις στάσεις. Αποφάσισα να το παρακολουθήσω. Δεν είχα ασχοληθεί ως τότε με τη γιόγκα. Δεν ήταν δημοφιλής όπως είναι σήμερα στην Τουρκία. Ήδη από το πρώτο μάθημα μαγεύτηκα. Ήταν ό,τι καλύτερο είχα κάνει στη ζωή μου. Ήταν κάτι που έκανες με το σώμα σου και σε αποσπούσε από το σώμα σου, σε οδηγούσε σε ανώτερα, μυστικιστικά μονοπάτια. Στο τέλος της πρώτης μου ημέρας στο πρόγραμμα, αισθανόμουν πλήρης και ολοκληρωμένη. Ήξερα πως ήθελα να μάθω και να βιώσω ό,τι μπορεί να μάθει κανείς για τη γιόγκα. Αισθανόμουν ευτυχής που ήξερα επιτέλους τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Επιτέλους, είχα μια απάντηση να δώσω στους γονείς μου, που συνέχιζαν να με ρωτούν τι σκόπευα να κάνω στη ζωή μου.

Μ.Γ.: Με τον Έλληνα σύζυγό σας εργάζεστε συνεχώς για την ανάπτυξη δεσμών φιλίας και πολιτισμού μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Ποιες είναι οι ενέργειες που κάνετε;

D.S.: Πρώτα από όλα εξετάζουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνουμε. Ουδέποτε υπήρξα εθνικίστρια. Απεχθάνομαι την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με βάση το έθνος τους. Θεωρώ ότι ο εθνικισμός είναι εξίσου κατακριτέος με τον ρατσισμό. Για ποιο λόγο αποκτά αξία η ζωή ενός ατόμου επειδή ανήκει σε ένα συγκεκριμένο έθνος και δεν υπάρχει πρόβλημα να αφαιρέσεις τη ζωή ενός άλλου επειδή ανήκει σε κάποιο άλλο έθνος; Θεωρώ ότι ο εθνικισμός είναι μία από τις πλέον επικίνδυνες ιδεολογίες της σύγχρονης εποχής. Με τον σύζυγό μου, μέσα από τα κείμενά μας και τον τρόπο ζωής μας, προσπαθούμε να μεταδώσουμε στους συνανθρώπους μας το μήνυμα πως αυτό που μετρά είναι η καρδιά σου. Η αξία ενός ανθρώπου πηγάζει από το καλό που υπάρχει μέσα τους, τίποτε άλλο. Επίσης, συγκρίνοντας τις σημειώσεις μας, κατανοούμε πως η επίσημη ιστορία δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά ένα μεγάλο ψέμα, κατασκεύασμα των εθνικών κρατών. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Στην ιστορία, όλοι υποφέρουν. Διορθώνουμε τις παρεξηγήσεις και τα στερεότυπα που έχουμε σχετικά με τους Έλληνες και τους Τούρκους, και προχωρούμε σε έρευνα ώστε να ανακαλύψουμε την αλήθεια σχετικά με το παρελθόν των χωρών μας, ενημερώνοντας τους ανθρώπους μέσα από τις ιστορίες, τα βιβλία και τα ιστολόγιά μας. Υπάρχει μια μεγάλη ομάδα ζευγαριών Ελλήνων και Τούρκων. Σχεδιάζουμε να συνεργαστούμε και να τρέξουμε από κοινού ένα πρόγραμμα στο μέλλον.

Μ.Γ.: Με τη συγγραφή βιβλίων, πότε αρχίσατε να ασχολείστε;

D.S.: Γράφω απ’ όταν ήμουν παιδί. Έχω γράψει παραμύθια και μυθιστορήματα για παιδιά και εφήβους. Δεν έτυχε να τα εκδώσω. Το 2007, οι ιδιοκτήτες ενός στούντιο γιόγκα στην Τουρκία με ρώτησαν αν θα με ενδιέφερε να γράφω για το ιστολόγιό τους. Εγώ δεν ήξερα καν τι είναι το ιστολόγιο, όμως δέχτηκα. Ξεκίνησα γράφοντας αναμνήσεις από τα ταξίδια μου, σκέψεις για το πώς εφάρμοζα τη γιόγκα, προβληματισμούς γύρω από τον έρωτα, τις σχέσεις, τους φίλους και την κοινωνία. Το ιστολόγιο κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλές μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα. Απέκτησα μια μεγάλη ομάδα αναγνωστών. Έγραφα καθημερινά, ώστε να μην απογοητεύονται. Όσο περισσότερο έγραφα, τόσο περισσότερο αυξανόταν ο αριθμός των αναγνωστών. Τελικά, με προσέγγισε ένας εκδότης και μου είπε πως ήθελε να κυκλοφορήσει τις αναρτήσεις μου σε μορφή βιβλίου. Δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου! Κι όμως, έτσι έγινε, και έτσι εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο, το Mavi Orman (Μπλε Δάσος). Αργότερα, ο ίδιος εκδότης (θα του είμαι παντοτινά ευγνώμων!) με ενθάρρυνε να γράψω ιστορίες φαντασίας. Έτσι ξεκίνησα το πρώτο μυθιστόρημά μου, το Saklambac (Κρυφτό). Σύντομα, συνειδητοποίησα πως το να γράφεις ένα μυθιστόρημα είναι πάνω-κάτω το ίδιο με το να διαβάζεις ένα μυθιστόρημα. Εφόσον η ιστορία υπάρχει ήδη μέσα σου, βρίσκει τρόπο να περάσει από μέσα σου. Απλά, πρέπει να καθίσεις και να σκαρώσεις φράσεις, έχοντας τη βεβαιότητα πως αν είναι γραφτό να συμβεί, θα συμβεί.

Μ.Γ.: Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις Ψυχογιός, το βιβλίο σας «Κόκκινο καλοκαίρι», μεταφρασμένο από τα τουρκικά, με τον πρωτότυπο τίτλο ΥΑΖ SICAGI. Σε τι παραπέμπει ο τίτλος;

D.S.: Ο τουρκικός τίτλος, Yaz Sıcağı, κυριολεκτικά σημαίνει «Η Λαύρα του Καλοκαιριού». Η ιστορία ξεκινά μια καυτή μέρα, του καλοκαιριού του 2003. Όμως, δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος. Το μυστικό της ιστορίας φωλιάζει σε ένα άλλο, επίσης καυτό καλοκαίρι: το καλοκαίρι του 1974. Δεν είναι απλά μετεωρολογικά καυτό, είναι ένα καλοκαίρι πολέμου, μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδας και Κύπρου. Είναι ένα καλοκαίρι που σημαδεύεται από τον πόνο, την αγωνία και το ατελείωτο βασανιστήριο του λαού της Κύπρου. Από το καλοκαίρι του 2003, η ιστορία μάς μεταφέρει πίσω στο καλοκαίρι του 1974. Παράλληλα, εκτυλίσσεται το πάθος και ο έρωτας ανάμεσα σε μια Τουρκάλα και έναν Ελληνοκύπριο, που κορυφώνεται τις νύχτες του καλοκαιριού στην Κωνσταντινούπολη και την Κύπρο. Και κάπως έτσι προέκυψε ο τίτλος, Yaz Sıcağı.

Μ.Γ.: Το βιβλίο σας βασίζεται σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα ή πρόκειται για μυθοπλασία;

D.S.: Τα πάντα αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας. Δεν υπάρχουν πραγματικοί χαρακτήρες. Όμως η μητέρα μου σχολίασε πως διέκρινε πολλά στοιχεία της Ντεφνέ (Δάφνης) στη συμπεριφορά του κεντρικού χαρακτήρα της Μελικέ. Ιδίως στα παιδικά μου χρόνια.Μ.Γ.: Η ιστορία που αφηγείστε, περιγράφει τις ζωές των ανθρώπων μιας οικογένειας και βασίζεται κυρίως στα συναισθήματα που προκαλεί η σχέση της Μελικέ με τον πατέρα της. Θα έλεγα πως είναι ένα ψυχογράφημα της Μελικέ. Ήταν αυτός ο στόχος σας;

D.S.: Πράγματι, αυτός ήταν ο στόχος μου. Θεωρώ ότι η σύγχρονη λογοτεχνία αναζητά διαρκώς απαντήσεις σε υπαρξιακά ερωτήματα. Κυρίως το «ποια είμαι, πραγματικά;» Αυτό το απολύτως ουσιώδες ερώτημα σχετικά με την ύπαρξή μας προβληματίζει ακόμη και μια ξένοιαστη γυναίκα, όπως η Μελικέ. Όσο κι αν αντιστέκεται, τελικά παραδίδεται στο γεγονός ότι η ταυτότητά της διαφέρει από αυτό που πίστευε μέχρι εκείνη τη δεδομένη στιγμή στη ζωή της. Αποδέχεται ότι ο θυμός της στην πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα πόνου, ενός πόνου που δεν ανήκει αποκλειστικά στην ίδια αλλά είναι συλλογικός: είναι ο πόνος της οικογένειάς της. Είναι ο πόνος των δικών της, που δεν γνώριζε πριν. Με την εμφάνιση ενός γοητευτικού, νεαρού άντρα στη ζωή της, αρχίζει σταδιακά να βλέπει τα πράγματα υπό διαφορετικό πρίσμα.Μ.Γ.: Αν και η ιστορία σας ξεκινάει από την Κωνσταντινούπολη, καταλήγει στην Κύπρο. Τα γεγονότα και οι ζωές των ηρώων σας σχετίζονται με τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974. Ποια ανάγκη σας έκανε να γράψετε γι’ αυτά τα γεγονότα;

D.S.: Γεννήθηκα το 1974, στην Κωνσταντινούπολη. Η οικογένειά μου υποστήριζε θερμά τον Μπουλέντ Ετζεβίτ, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν πρωθυπουργός της Τουρκίας και ο βασικός εμπνευστής της επιχείρησης η οποία οδήγησε στην κατοχή της Βόρειας Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα, το καλοκαίρι του 1974. Μέχρι που γνώρισα τον Έλληνα σύζυγό μου, το ζήτημα της Κύπρου δεν με είχε απασχολήσει ποτέ. Φυσικά, μεγάλωσα ακούγοντας ιστορίες για το πώς οι γονείς μου αναγκάζονταν να σβήνουν τα φώτα και να κρύβονται κάτω από το τραπέζι επειδή φοβόντουσαν κάποια επίθεση από τα ελληνικά μαχητικά, και πώς, όταν ήμουν μωρό ακόμη, κάλυπταν τα παράθυρα με μπλε χαρτί, ώστε να μην φαίνεται το φως απ’ έξω. Όμως, αυτό ήταν όλο. Δεν αισθανόμουν περιέργεια για το τι πραγματικά συνέβη στην Κύπρο. Ασυναίσθητα, αποδέχθηκα την επίσημη εκδοχή του τουρκικού κράτους, θεωρώντας πως αυτή ήταν η αλήθεια. Μέχρι που γνώρισα τον σύζυγό μου, και άκουσα την ιστορία της Κύπρου από την ελληνική πλευρά… αυτό που εγώ ήξερα ως «Ειρηνευτική Επιχείρηση στην Κύπρο» ήταν μια ανοιχτή, απροκάλυπτη εισβολή στα εδάφη ενός κυρίαρχου κράτους από τον τουρκικό στρατό. Αργότερα, ερεύνησα διεξοδικά το θέμα και μπόρεσα να συνειδητοποιήσω τον πόνο του νησιού, τόσο των Τουρκοκυπρίων όσο και των Ελληνοκυπρίων. Θέλησα να χρησιμοποιήσω αυτή την ανθρώπινη τραγωδία ως πλαίσιο της ιστορίας μου. Με ικανοποίηση διαπιστώνω ότι πολλοί νέοι Τούρκοι αναγνώστες με ευχαρίστησαν που τους βοήθησα να αντιληφθούν την πραγματικότητα της Κύπρου.

Μ.Γ.: Μυστικά και ψέματα έχουν εμπλακεί στη ζωή της Μελικέ κι έχουν αποδιοργανώσει την ψυχή της. Η ίδια αναρωτιέται: «Εγώ; Εγώ τι είχα; Τον άντρα μου; Τα κρυφά πάθη που ζούσα, τους εραστές μου;». Τι είναι αυτό που αναζητά η Μελικέ στις διάφορες ερωτικές αγκαλιές;

D.S.: Η Μελικέ είναι μια ανικανοποίητη ψυχή. Και η ιστορία σταδιακά αποκαλύπτει τους λόγους για τη δυσαρέσκειά της αυτή. Δεν αισθάνεται πλήρης. Αναζητά εκείνο το στοιχείο που απουσιάζει από τη ζωή της. Νομίζει πως το πάθος και τα παιχνίδια στα οποία επιδίδεται προκειμένου να ξελογιάζει τους άντρες, αρκούν για να καλύψουν εκείνο το κενό στη ζωή της. Όμως, δεν είναι έτσι. Και το αντιλαμβάνεται. Πρέπει να αναμετρηθεί με το παρελθόν. Πρέπει να συγχωρέσει τον πατέρα της, να ακούσει την ιστορία του. Πρέπει να κατανοήσει το πού ανήκει. Κι αφού συμβούν όλα αυτά, την βλέπουμε, επιτέλους, συμφιλιωμένη με τη ζωή, χωρίς εξωτερικές πιέσεις, μακριά από το διαρκές κυνήγι του πάθους. Το στοιχείο που απουσιάζει τελικά βρίσκεται μέσα της και προκειμένου να το συνειδητοποιήσει, πρέπει να βιώσει όλες εκείνες τις καταστάσεις που περνά στην ιστορία.

Μ.Γ.: «Νιώθει κανείς τον έρωτα καλύτερα όταν είναι μόνος, αντιλαμβάνεται τα συναισθήματα καλύτερα στη μοναξιά», γράφετε. Είναι μοναχικό συναίσθημα ο έρωτας;

D.S.: Δεν ξέρω αν ο έρωτας είναι ένα μοναχικό συναίσθημα, όμως από τη δική μου εμπειρία βιώνεται καλύτερα όταν είσαι μόνος, εσύ κι ο εαυτός σου. Όταν βρίσκεσαι μπροστά στο πρόσωπο που αγαπάς, τα συναισθήματά σου σε σαρώνουν και κάποιες φορές σε παρασέρνει η έγνοιά σου να σε αποδεχτεί και να σε συμπαθήσει το πρόσωπο που αγαπάς. Οι στιγμές που περνάς μαζί με το πρόσωπο αυτό είναι πολύ συναρπαστικές και όμορφες, όμως το τι πραγματικά συμβαίνει στην καρδιά σου, μπορείς να το αναλογιστείς όταν είσαι μόνη, όταν κάνεις ένα βήμα πίσω, ώστε να αναλογιστείς τον εαυτό σου και το αγαπημένο σου πρόσωπο. Γι’ αυτού του είδους τις σκέψεις, συνήθως έχω ανάγκη να είμαι μόνη.

Μ.Γ.: Πιστεύετε ότι η μοίρα ή οι προσωπικές επιλογές είχαν τον κυριότερο ρόλο στις ζωές των ηρώων σας;

D.S.: Η μοίρα. Δεν είναι μονάχα η μοίρα ενός ατόμου, αλλά επίσης όλα όσα συνέβησαν στη μητέρα, τον πατέρα, τους παππούδες και τους προγόνους της. Καταλαβαίνεις καλύτερα το πώς οι επιλογές σου δεν είχαν δύναμη όταν αναλογίζεσαι το παρελθόν σου. Μπορεί να νομίζεις πως έκανες μια επιλογή και ακολούθησες μια συγκεκριμένη κατεύθυνση λόγω εκείνης της επιλογής. Ύστερα, τα πράγματα αρχίζουν να ακολουθούν μια πορεία στη ζωή σου. Μπορεί να νομίζουμε πως λόγω της απόφασής μας πήρε η ζωή μια συγκεκριμένη πορεία. Μα, πώς θα μπορούσε να ισχύει αυτό; Ταυτόχρονα με την δική μας επιλογή, στον κόσμο συμβαίνουν αμέτρητα πράγματα που έχουν τη δύναμη να στρέψουν τις ζωές μας προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν ελέγχουμε το τι θα συμβεί. Μόνο τις αντιδράσεις μας ελέγχουμε. Η ζωή θα ακολουθήσει το δρόμο της. Εμείς, μπορούμε να επιλέξουμε την αντίδρασή μας σε αυτή.

Μ.Γ.: «Ο έρωτας υπερβαίνει το συναίσθημα που προκαλεί το άτομο που αγαπάς» γράφετε σε ένα σημείο του βιβλίου. Τι είναι ο έρωτας για εσάς;

D.S.: Για μένα, ο έρωτας είναι το αντίθετο του φόβου. Είναι σθένος και εμπιστοσύνη. Μόνο όταν αισθανθείς αγάπη για κάποιον ή κάτι, τολμάς να προχωρήσεις σ’ εκείνα τα βήματα που είναι αδύνατο να κάνεις πριν τη συνάντηση με το αντικείμενο της αγάπης σου.

Μ.Γ.: Μέσα από το βιβλίο σας, τις ζωές της Σαφιζάν και του Ορχάν, αισθάνθηκα να λέτε «μπορεί να είμαι Τούρκος, μπορεί να είμαι Έλληνας. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος». Ποιο είναι το δικό σας μήνυμα;

D.S.: Ναι, όπως ανέφερα και νωρίτερα, απεχθάνομαι την ιδεολογία του εθνικισμού. Έχει πληγώσει αμέτρητους ανθρώπους και εξακολουθεί να πληγώνει. Όλοι οι άνθρωποι αισθάνονται το ίδιο. Αγάπη, φιλία, την ανάγκη να ανήκεις στην οικογένειά σου, πίστη και την ανάγκη να πιστεύεις πως υπάρχει κάτι μεγαλύτερο και ιερότερο από την καθημερινότητά μας, όλα αυτά αποτελούν πανανθρώπινες εμπειρίες. Κι ενώ έχουμε τόσα κοινά ως άνθρωποι, γιατί επιμένουμε να διαιρούμαστε με τεχνητούς διαχωρισμούς, όπως Έλληνες και Τούρκοι; Το μήνυμά μου είναι να εστιάσουμε σε αυτά που μας ενώνουν -όχι στις διαφορές μας.

Μ.Γ.: Ομολογώ ότι διάβασα το βιβλίο σας με αμείωτο ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο που αφορά τη συγκλονιστική ιστορία μιας οικογένειας «που είχε υφανθεί με μυστικά». Πώς υποδέχθηκαν το βιβλίο σας οι αναγνώστες στην Τουρκία και πώς στην Ελλάδα;

D.S.: Στην Τουρκία το βιβλίο έτυχε εξαιρετικής υποδοχής. Άρεσε πολύ. Οι αναγνώστες συγκινήθηκαν από την ιστορία, ταυτίστηκαν με τους χαρακτήρες. Έλαβα ηλεκτρονικά μηνύματα από πολλές γυναίκες που ανέφεραν ότι αισθάνονταν ακριβώς όπως αισθάνεται και η Μελικέ. Πολλοί αναγνώστες με ευχαρίστησαν που τους παρουσίασα την άλλη πλευρά της κυπριακής τραγωδίας. Έλαβα πολλές ερωτήσεις για το κατά πόσο θα ήταν εφικτή μια περιήγηση στους τόπους του βιβλίου. Οι αναγνώστες μου ζητούσαν να τους συνοδεύσω στις γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, όπου ξεκινά η ιστορία. Επί δύο ημέρες, ανέλαβα χρέη ξεναγού και συνόδευσα ομάδες των 25 ατόμων στις παλιές βυζαντινές γειτονιές, εκεί όπου γνωρίστηκαν για πρώτη φορά η Μελικέ και ο Πέτρος. Στην Ελλάδα, προσκλήθηκα ήδη σε μια ραδιοφωνική εκπομπή και επίσης είχαμε την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Ιανός. Και στις δύο εκδηλώσεις είχαμε θετικότατες αντιδράσεις και σχόλια. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα στην Ελλάδα και ελπίζω πως θα αγγίξει εξίσου πολλούς αναγνώστες, όπως και στην Τουρκία.

Μ.Γ.: Ποιο μήνυμα θέλετε να στείλετε στους Έλληνες αναγνώστες σας, οι οποίοι είναι «φαν» των βιβλίων σας;

D.S.: Θα ήθελα να μεταφέρω σε όλους τους αναγνώστες μου, το μήνυμα πως μέσα μας, όλοι μας υποφέρουμε το ίδιο. Όλοι μας τυφλωνόμαστε από τα αφηγήματα των εθνικών ιδεολογιών. Είναι καλύτερα, τόσο για την καρδιά μας, όσο και για ολόκληρο τον κόσμο, να ανοίξουμε τα μάτια μας και να αναζητήσουμε την αλήθεια, αντί να πιστεύουμε τυφλά την ιστορία που μας έχει παρουσιαστεί σαν αναντίρρητη πραγματικότητα. Ως συγγραφέας, αυτό που προσπαθώ να δείξω είναι πως, σε κάθε ιστορία, υπάρχουν δύο πλευρές. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Οι ανθρώπινες καρδιές υποφέρουν το ίδιο. Θα έπρεπε να προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε, αντί να χωριζόμαστε σε αντίπαλα στρατόπεδα. Αυτό είναι το βάλσαμο που έχουμε ανάγκη ως άτομα, το βάλσαμο που έχει ανάγκη ο κόσμος μας σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Μ.Γ.: Σας ευχαριστώ, κυρία Σούμαν που απαντήσατε στις ερωτήσεις μας.

D.S.: Εγώ σας ευχαριστώ, για τη ζεστασιά και τις υπέροχες ερωτήσεις.

*Το βιβλίο «Κόκκινο καλοκαίρι» της Δάφνης Σούμα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Βιογραφικό

Η ΔΑΦΝΗ ΣΟΥΜΑΝ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας και καθηγήτρια γιόγκα, ενώ έχει αρθρογραφήσει εκτενώς πάνω σε θέματα πνευματικότητας, Ιστορίας και Ψυχολογίας. Λατρεύει τα βιβλία και γράφει από παιδί. Ταξιδεύει συνέχεια, αντλώντας έμπνευση από τις χώρες που επισκέπτεται και τους ανθρώπους που γνωρίζει. Ζει πλέον μόνιμα στην Αθήνα, είναι παντρεμένη με Έλληνα, και μαζί εργάζονται συνεχώς για την ανάπτυξη δεσμών φιλίας και πολιτισμού μεταξύ των δύο χωρών. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της, Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΣΕΧΡΑΖΑΤ και ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ.

Books and Style

Books and Style