ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Φίλες και φίλοι, μιλάμε για μια πολύ παλιά συνοικία της Αθήνας, στην βόρεια πλευρά της Ακρόπολης, πάνω από το Ριζόκαστρο, που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1860.

Στην αρχαιότητα δεν επιτρεπόταν να μένει κανείς εκεί, επειδή σύμφωνα με την παράδοση προστατευόταν από χρησμό του Μαντείου των Δελφών. Η απαγόρευση παραβιάστηκε από τους πρόσφυγες του Πελοποννησιακού Πολέμου, ενώ αιώνες αργότερα, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η περιοχή ονομαζόταν «Μαύρες Πέτρες», λόγω της εκεί εγκατάστασης των Αφρικανών σκλάβων, σε μικρά χωμάτινα σπίτια.

Η αρχιτεκτονική των Αναφιώτικων είναι ιδιαίτερη και μοιάζει αρκετά μ’ εκείνη των Κυκλάδων, επειδή διαμορφώθηκε αυθαίρετα από Αναφιώτες τεχνίτες, οικοδόμους και ξυλουργούς, οι οποίοι εργάζονταν στην ανοικοδόμηση της πόλης των Αθηνών και στην ανέγερση των Ανακτόρων. Στα τέλη της Οθωνικής περιόδου, δύο τεχνίτες από την Ανάφη, ο ξυλουργός Γιώργος Δαμίγος και ο κτίστης Μάρκος Σιγάλας, μη βρίσκοντας χώρο να εγκατασταθούν (ο αρχικός χώρος Εξαρχείων-Νεάπολης που πρωτοπήγαν είχε αρχίσει να γίνεται ολοένα και πιο ακριβός), πήραν την απόφαση να χτίσουν τα σπίτια τους στην περιοχή πάνω από το Μετόχι του Παναγίου Τάφου, μια περιοχή βραχώδη, παρόμοια με του νησιού τους, δουλεύοντας, φυσικά, γρήγορα και νύχτα, εκμεταλλευόμενοι την πολιτική αναταραχή, λόγω της έξωσης του Όθωνα.

Το παράδειγμά τους δεν άργησαν να το μιμηθούν και άλλοι Αναφιώτες. Παρά, λοιπόν, την απαγορευτική διάταξη του 1834 που χαρακτήριζε την περιοχή ως αρχαιολογική ζώνη, τα Αναφιώτικα ξεπρόβαλαν αυθάδικα, βαμμένα άσπρα και μπλέ. Ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Αναφιώτες ήταν η έλλειψη νερού. Αναγκάζονταν λοιπόν να μεταφέρουν νερό από τους Αέρηδες.

Οι εκκλησίες των Αγίου Γεωργίου του Βράχου και Αγίου Συμεών ορίζουν αυτή την ιδιαίτερη συνοικία, δημιουργώντας δύο ξεχωριστές ενορίες. Τα σπίτια μικρά (κανένα πάνω από 36 τ.μ.), το ένα δίπλα στο άλλο με στενά δρομάκια, στενάζουν για χώρο, αλλά χωρίς διάθεση στην ουσία να απομακρυνθούν το ένα από το άλλο.

Γράφει η Καλλιρόη Παρρέν στον «Μικρό Ρωμιό»:
«Ζούσαν κυρίως στις εξώπορτες, στην αυλή ή ακόμη στο δρόμο παρά στα σπίτια τους. Εκεί συζητούσαν και μάλωναν, εκεί έτρωγαν, έπαιζαν, πλένονταν και ντύνονταν τα παιδιά, εκεί αντάλλασσαν επισκέψεις, διαδίδονταν οι ειδήσεις και παντρολογούνταν τα φρόνιμα κορίτσια…»

Τα Αναφιώτικα διατήρησαν την ομοιογένειά τους μέχρι σχεδόν το 1920, κατά κύριο λόγο επειδή πάντοτε η μυστικότητα και η αλληλεγγύη ήταν απαραίτητες για να χτιστούν τα σπίτια. Υποστήριζαν ότι ο ίδιος ο Όθωνας τους προσκάλεσε από το νησί τους να χτίσουν τα σπίτια τους εκεί, χωρίς ποτέ να τους δώσει τα απαιτούμενα παραχωρητήρια.

Οι πρώτες αντιδράσεις εμφανίστηκαν στο τέλος του 19ου αιώνα. Οι περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής (εκτός από τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα) θεωρούσαν ανεπίτρεπτο τον οικισμό, βεβήλωση του ιερού χώρου, φθάνοντας να προταθεί από κάποιους αρχαιολόγους η κατεδάφισή τους (1881-1883). Ο Δ. Βικέλας, το 1869, πρότεινε στους επισκέπτες της πόλης να απολαμβάνουν τον Παρθενώνα από τον λόφο του Φιλοπάππου, για να αποφεύγουν την «παραμορφωμένη», λόγω των Αναφιώτικων, πλευρά.

Ανάμεσα στους Αναφιώτες και τους Πλακιώτες υπήρχε μεγάλη αντιπαλότητα (φτωχοί και πλούσιοι). Οι Πλακιώτες δεν επέτρεπαν στους Αναφιώτες να συχνάζουν στην πλατεία Φιλομούσου, ενώ οι Αναφιώτες δεν άφηναν κανέναν Πλακιώτη να ανηφορίσει στον οικισμό τους.

Πολλοί από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας (1922) πήγαν και έμειναν στα Αναφιώτικα, διαταράσσοντας την ομοιογένεια.

Σήμερα, ο οικισμός που αποτελείται από 45 οικήματα (τα υπόλοιπα κατεδαφίστηκαν σταδιακά για αρχαιολογικές ανασκαφές) είναι χαρακτηρισμένος ως διατηρητέος. Οι άνθρωποι που αγαπούν την περιοχή μένουν εκεί, αδιαφορώντας για την έλλειψη αυτοκινήτων (δεν χωρούν να περάσουν), τα λίγα τετραγωνικά, αγκαλιάζοντας τον απότομο βράχο, καρδιοχτυπώντας εκεί που οι αρχαίοι Αθηναίοι έκτιζαν την Ακρόπολη και προσκυνούσαν την Αθηνά.

Books and Style

Books and Style