ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ

Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Ντάννυ Κουμνιώτη στη φωτογράφιση ενός ημερολογίου στο οποίο είχα προσκληθεί να συμμετέχω. Στη συνέχεια τον γνώρισα πιο καλά, σε μια έκθεση ζωγραφικής της συζύγου του, Ειρήνης. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να γίνω φίλη και με τους δυο. Η χημεία μεταξύ των ανθρώπων λειτουργεί αυτόνομα και ανεξέλεγκτα. Όταν μου μίλησε για τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Νότια Αφρική αλλά κaι για την καλλιτεχνική πορεία του στην Ελλάδα, αμέσως σκέφτηκα ότι πρέπει να τα μοιραστεί με το αναγνωστικό κοινό του Books and Style.

Ντάννυ Κουμνιώτης και Μαίρη Γκαζιάνη

ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Ντάννυ, γεννήθηκες και μεγάλωσες στη Νότια Αφρική. Πώς θυμάσαι τα παιδικά και εφηβικά σου χρόνια εκεί;

ΝΤΑΝΝΥ ΚΟΥΜNΙΩΤΗΣ: Μεγάλωσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον γεμάτο αγάπη. Ζούσαμε στο Γιοχάνεσμπουργκ και πήγαινα σε αγγλικό σχολείο αρρένων μέχρι την Γ΄ Γυμνασίου. Θυμάμαι έντονα τις ομοιόμορφες σχολικές στολές… μαύρο σακάκι, γκρι παντελόνι, γραβάτα και τοσήμα του σχολείου που απεικόνιζε ένα λιοντάρι.
Στο σπίτι μας είχαμε δύο μαύρες υπηρέτριες, η μία για να φροντίζει εμάς, τα παιδιά, και η άλλη για το νοικοκυριό του σπιτιού. Είχαν ενταχθεί στην οικογένεια και τις θεωρούσαμε δικούς μας ανθρώπους.
Ευχάριστες στιγμές για μένα ήταν τα καλοκαίρια που πήγαινα στο κομμωτήριο που διατηρούσε ο πατέρας μου στην πόλη και τον βοηθούσα. Μάθαινα τη δουλειά, μα περισσότερο διασκέδαζα, τα έβλεπα όλα σαν παιχνίδι.
Απολάμβανα ιδιαιτέρως τις εκδρομές του Σαββατοκύριακου, όταν ο πατέρας μας «ξεναγούσε» σε κοντινά μέρη. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε το Kruger National Park, ο μεγαλύτερος ζωολογικός κήπος στον κόσμο.
Τα καλοκαίρια μας ήταν υπέροχα. Ο πατέρας μας φρόντιζε να ταξιδεύουμε, ώστε να γνωρίσουμε την Αφρική και πάντα καταλήγαμε στο παραθαλάσσιο Durban.
Όλοι οι Έλληνες μετανάστες ήταν δεμένοι μεταξύ τους. Είχαν μάλιστα δημιουργήσει μία ποδοσφαιρική ομάδα και μία άλλη ομάδα μπάσκετ και συγκεντρώνονταν στους αγώνες για να υποστηρίξουν την ομάδα τους.
Θυμάμαι έντονα τις εξορμήσεις μας στους δύο κινηματογράφους, ο ένας έπαιζε πάντα κωμωδίες (Ηλιόπουλος, Κωνσταντάρας, Βέγγος), ενώ ο άλλοςδραματικές ταινίες (Κούρκουλος κλπ).
Θυμάμαι την ελληνική φέτα και το λάδι που έφερνε ένα μικρό σούπερ μάρκετ στη γειτονιά μας.
Θυμάμαι την ελληνική εκκλησία και τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας που παρακολουθούσαμε στον χώρο της.
Γενικά οι Έλληνες ήταν αγαπημένοι μεταξύ τους˙ δεν υπήρχαν ζήλιες κι εγωισμοί. Βέβαια όλα λειτουργούσαν υπό το νοτιοαφρικανικό καθεστώς.
Το 1981 προλάβαμε και επιστρέψαμε στην Ελλάδα… ύστερα τα σύνορα έκλεισαν και κανείς δεν μπορούσε να φύγει πλέον από τη Νότια Αφρική.

Μ.Γ.: Ολοκλήρωσες τις γυμνασιακές σπουδές σου στο Γυμνάσιο του Γιοχάνεσμπουργκ. Ήταν εύκολη ή δύσκολη περίοδος για σένα;

Ν.Κ.: Όσο βρισκόμουν στην Αφρική, όλα ήταν εύκολα και δίχως προβλήματα. Εκεί τα ελληνικά ήταν για μένα κάτι σαν δεύτερη γλώσσα. Δυστυχώς, αναγκάστηκα να ολοκληρώσω τις γυμνασιακές σπουδές μου στην Ελλάδα και, μη γνωρίζοντας πολύ καλά ελληνικά, στις αρχές δυσκολεύτηκα αρκετά.

Μ.Γ.: Ποιες είναι οι πιο έντονες στιγμές που κρατάς στο νου σου από τα χρόνια στη Νότια Αφρική;

Ν.Κ.: Δεν ξεχνώ ποτέ τα χρόνια του σχολείου. Ακόμα μου λείπουν… Εκεί, έδιναν τη δυνατότητα, μέσα από μία σωστή εκμάθηση, να ανακαλύψει ο καθένας μας ποιο είναι το επάγγελμα που του ταιριάζει. Έπειτα ήταν ο αθλητισμός. Αν κάποιος είχε ταλέντο στον αθλητισμό, τον βοηθούσαν να προχωρήσει. Είχα ταλέντο στον αθλητισμό, αλλά όταν επέστρεψα στην Ελλάδα όλα ήταν διαφορετικά. Στην Ελλάδα αυτό δεν υπάρχει, παρά μόνο στα ιδιωτικά και το πληρώνεις.

Μ.Γ.: Τι σε έφερε στην Ελλάδα;

Ν.Κ.: Ο θάνατος… ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα μου από καρδιά στα 56 του χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν από το Βαθύ της Σάμου και η μητέρα μου από την Κεφαλλονιά. Μετά το θάνατο του πατέρα, η μητέρα αποφάσισε να έρθουμε για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Καταλαβαίνεις ότι στην ηλικία που βρισκόμουν, δεν είχα περιθώρια επιλογής για το αν παραμείνω ή όχι στην Αφρική.

Μ.Γ.: Με τη μουσική πότε άρχισες ν’ ασχολείσαι;

Ν.Κ.: Από το 1991 άρχισα επαγγελματικά να ασχολούμαι ως DJ και παράλληλα σπούδαζα marketing και management.

Μ.Γ.: Υπήρξες ένας από τους σημαντικότερους DJ στην Ελλάδα. Πόσες χαρές – ή και πίκρες – έχεις εισπράξει ως DJ;

Ν.Κ.: Χαρές πολλές, γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω στα καλύτερα χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά μαγαζιά στην Αθήνα και κυρίως στα νησιά (Μύκονος, Σαντορίνη, Μήλος, Πόρος, Κύθνος, Ύδρα, Κρήτη, Κέρκυρα κ.ά.). Τότε υπήρχε επαγγελματική αυθεντικότητα…

Μ.Γ.: Από το 2001, διατηρείς τη δική σου εταιρεία «Nu-Mixx – All About Events». Τι είδους εκδηλώσεις διοργανώνει;

Ν.Κ.: Η εταιρεία αναλαμβάνει τη διοργάνωση εκδηλώσεων σχετικών με φωτογραφήσεις και βιντεοσκοπήσεις (γάμοι, βαπτίσεις, πορτρέτα, εκδηλώσεις, τοπία) και διάφορα πρότζεκτ όπως DJ, Ήχος και Φως κλπ. Η εταιρεία έχει διοργανώσει πάρα πολλές γνωστές εκδηλώσεις και πάρτι.

Μ.Γ.: Με τη φωτογραφία πότε άρχισες να ασχολείσαι;

Ν.Κ.: Επαγγελματικά από το 2012, όμως είχα ξεκινήσει πολύ νωρίτερα.

Μ.Γ.: Τι σημαίνει για σένα φωτογραφία;

Ν.Κ.: Η φωτογραφία, για μένα, είναι πάθος. Η μαγεία της είναι ότι προσφέρει αναμνήσεις που σε ταξιδεύουν στο παρελθόν!

Μ.Γ.: Προτιμάς την κλασική φωτογραφία ή την ψηφιακή;

Ν.Κ.: Την ψηφιακή, επειδή βλέπω άμεσα τα αποτελέσματα της φωτογράφισης, οπότε άμεσες είναι και οι όποιες διορθώσεις επιβάλλονται. Με την κλασική φωτογραφία δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα.

Μ.Κ.: Πέρα από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις, τι σου αρέσει να φωτογραφίζεις περισσότερο;

Ν.Κ.: Ανθρώπους! Στόχος μου είναι να αποτυπώσω στη φωτογραφία το συναίσθημα που εκπέμπουν. Επιδίωξή μου είναι, κάθε φωτογραφία να αφηγείται μια ιστορία.

Μ.Γ.: Τι είναι αυτό που σε μαγεύει τη στιγμή του φωτογραφικού κλικ;

Ν.Κ.: Το συναίσθημα των ανθρώπων μέσα από το βλέμμα τους, το χαμόγελό τους, την κλίση του σώματός τους, τις κινήσεις τους… Αυτό το συναίσθημα αφορά το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον.

Μ.Κ.: Η προσωπική σου διάθεση επηρεάζει το αποτέλεσμα μιας φωτογράφισης;

Ν.Κ.: Ταυτίζομαι με το συναίσθημα του ανθρώπου που φωτογραφίζω ή εκείνος ταυτίζεται με το δικό μου. Μια αμφίρροπη σχέση ανάμεσα σε φωτογράφο και φωτογραφιζόμενο.

Μ.Γ.: Τι προτιμάς, μαυρόασπρο ή έγχρωμο;

Ν.Κ. Μαυρόασπρο! Εκεί διακρίνεται κάθε λεπτομέρεια της φωτογραφίας και θεωρώ ότι καλλιτεχνική φωτογραφία είναι κυρίως η μαυρόασπρη.

Μ.Γ.: Ποια είναι η πιο παράξενη φωτογράφιση που σου ζήτησαν και ανταποκρίθηκες ή δεν ανταποκρίθηκες;

Ν.Κ.: Να φωτογραφήσω μία νύφη, σ’ ένα πολύ βρόμικο ναυάγιο, τυλιγμένη μ’ ένα βρεγμένο σεντόνι, κι από μέσα τελείως γυμνή. Δεν είχα κανέναν βοηθό και παράλληλα επικρατούσε καύσωνας. Τελικά αυτή η φωτογραφία βραβεύτηκε με το 1ο βραβείο φωτογραφίας στο εξωτερικό.

Μ.Γ.: Ως πού θέλεις να φτάσεις με τις φωτογραφίες σου;

Ν.Κ.: Θέλω να φτάσω στο σημείο που οι φωτογραφίες μου να αναγνωρίζονται, από τον οποιονδήποτε, ως δικές μου με την πρώτη ματιά και το DK να αποτυπώνεται στο μυαλό του!

Μ.Γ.: Τι θα ήθελες να πεις ως επίλογο της κουβέντας μας;

Ν.Κ.: Είναι μαγεία, όταν ζευγάρια με πλησιάζουν για ν’ απαθανατίσω τις πιο ευτυχισμένες στιγμές τους και τις περισσότερες φορές να γινόμαστε φίλοι. Επειδή αισθάνονται άνετα μαζί μου, τους βοηθάει να είναι ο εαυτός τους, να ζουν και να απολαμβάνουν όλες αυτές τις δημιουργικές και όμορφες στιγμές. Το αποτέλεσμα χαροποιεί και εκείνους και εμένα. Σε ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συνέντευξη.

* Η φωτογράφιση του Ντάννυ Κουμνιώτη πραγματοποιήθηκε από τον Δημήτρη Γεωργακόπουλο.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

Γεννημένος στη Νότια Αφρική στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Ντάννυ Κουμνιώτης μεγάλωσε σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον και από την ηλικία των 10 ετών εξέφρασε την αγάπη του για τη Φωτογραφία και το DJing. Μετά την ολοκλήρωση του γυμνασίου στο Γιοχάνεσμπουργκ, ο Ντάννυ μετακόμισε στην Ελλάδα και αποφοίτησε από τη σχολή marketing director manager του Business College. Ο Ντάννυ ξεκίνησε επαγγελματικά ως DJ το 1993 και από τότε κατάφερε να χτυπήσει τα top charts, ως ένας από τους πιο επιτυχημένους mainstream DJs στην Ελλάδα. Μοναδικός στα mixes, παρέχοντας πάντα στον κόσμο τα καλύτερα με επαγγελματικό τρόπο, ο Ντάννυ έχει συνεργαστεί με κορυφαίους παγκόσμιους DJs και παραγωγούς, όπως οι Lumidee, DJ Vee, Lady Cheek, DJ Pipi, Soul To Soul, Clamaran και άλλοι. Η δύναμη του παιξίματός του οφείλεται σε διάφορα στυλ, όπως disco house, soul, RnB και ’80s, και, φυσικά, mainstream. Τα ελληνικά mainstream είναι επίσης ειδικότητά του. Εκτός από το γεγονός ότι είναι επαγγελματίας DJ, ο Ντάννυ συνεργάζεται με τα πιο γνωστά μουσικά περιοδικά στην Ελλάδα (Pop Corn κλπ.) ως ειδικός μάρκετινγκ, διαχειριστής δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης, αλλά και ως ειδικός μουσικός.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ CD:

Τον Ιανουάριο του 2006 κυκλοφόρησε ένα CD από τον Ντάννυ Κουμνιώτη, με τίτλο «The hottest RnB mixes in a town», που αμέσως έγινε επιτυχία στα dance floors της Ελλάδας και της Κύπρου.

NU MIXX – ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ:

Από το 2001, ο Ντάννυ διατηρεί τη δική του εταιρεία, «Nu-Mixx – All About Events», που ασχολείται με τη διοργάνωση εκδηλώσεων, Photo Video (Γάμοι, βάπτιση, πορτρέτα, εκδηλώσεις, τοπία) & DJ, Sound & Lighting.

Πολλά γνωστά γεγονότα και πάρτι έχουν διοργανωθεί μέχρι τώρα, ενώ η Nu-Mixx θεωρείται μία από τις πιο αναγνωρισμένες εταιρείες, όσον αφορά στη διοργάνωση ιδιωτικών, κοινωνικών και εταιρικών εκδηλώσεων.

Ο Ντάννυ Κουμνιώτης κατάφερε σταδιακά να εμφανιστεί ως ένας από τους πιο σημαντικούς DJ και φωτογράφους στην Ελλάδα.

Στόχος του είναι να ταξιδεύει διαρκώς στο εξωτερικό για να μοιράζεται τις γνώσεις και τις εμπειρίες του ως DJ και φωτογράφος.

ΚΛΑΜΠ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΥΠΗΡΞΕ DJ:

ΑΚΡΩΤΗΡΙ CLUB (ΑΘΗΝΑ – ΓΛΥΦΑΔΑ)
KOO CLUB (ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ)
ISLAND CLUB (ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ)
CLUB NOSTOS (ΧΙΛΤΟΝ)
PRIVILEGE CLUB (ΜΑΡΟΥΣΙ)
9 ΜΟΥΣΕΣ (ΜΥΚΟΝΟΣ)
WILD ROSE CLUB (ΑΘΗΝΑ)
ΓΑΛΕΑ CLUB (ΤΕΩΣ ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ)
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ (ΣΥΝΤΑΓΜΑ)
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΠΕΝΤΕΛΙΚΟ ΚΤΗΜΑ ΠΕΝΤΕΛΙΚΟ (ΤΑΤΟΪ)
ΝΗΣΙΑ (ΒΑΡΗ) ΚΤΗΜΑ ΝΑΣΙΟΥΤΖΙΚ (ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ)
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΝΙΣ (ΠΟΛΙΤΕΙΑ)
ΓΚΟΛΦ (ΓΛΥΦΑΔΑ)
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΧΙΛΤΟΝ (Β. ΣΟΦΙΑΣ)
ΙΣΤΙΟΠΛΟΪΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ

Books and Style

Books and Style