ΑΠΟ ΤΟΝ JOHN DOE

Υπάρχουν εκείνες οι λέξεις που αν δεν διαδοθούν, δεν φωνάξουν δυνατά, δεν βρουν αποδέκτη, μπορεί να χαθούν και μαζί χάνεται η ευκαιρία να τις νιώσουμε στο είναι μας. Κι όταν αυτές οι λέξεις γίνονται ιστορία, θα ήταν παράλογο να μην την διαβάσουμε. Το Books and Style βρήκε τις λέξεις αυτές στην πένα μιας νέας και ταλαντούχας γυναίκας, η οποία ήδη έχει γράψει ένα θεατρικό έργο για καλό σκοπό. Ακολουθεί το διήγημα της Φαίης Χατζηαντωνίου.

* Η συγγραφέας, δημοσιογράφος και συντάκτρια του Books and Style Γερακίνα Μπουρίκα, στάθηκε η αφορμή για να γνωρίσουμε την πένα της Φαίης Χατζηαντωνίου. Την ευχαριστούμε.

***

Ο ήχος που έφτανε από το διπλανό διαμέρισμα ήταν τουλάχιστον ανατριχιαστικός. Ένας υπόκωφος γδούπος και κάτι σαν μουρμουρητό. Έπειτα ένα ασταμάτητο τρίξιμο.

«Ρε συ Αντρέα, τι είναι αυτό που ακούγεται πάλι από δίπλα;» ρώτησε η Ειρήνη, κλείνοντας το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της. «Ο ήχος που ακούγεται από δίπλα, είναι οι γείτονες μας που χαίρονται τον έρωτά τους, κάτι που εμείς έχουμε ξεχάσει», είπε εκείνος και με μια τρυφερή κίνηση της έβγαλε τα γυαλιά.

Καθώς όμως την κοίταξε με εκείνο το πονηρό, παιχνιδιάρικο ύφος του, παρατήρησε πως ήταν βουρκωμένη. «Γιατί; Γιατί μωρό μου; Τι έγινε;».
«Δεν ξέρω… νομίζω πως η κοπέλα που μένει δίπλα δεν είναι καλά. Το νιώθω, κάτι άσχημο συμβαίνει», απάντησε η Ειρήνη και τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.
«Βρε Ειρήνη… βρε κορίτσι μου μήπως έχεις επηρεαστεί από το βιβλίο που διαβάζεις; Αφού στο είπε η αδερφή σου, είναι για γερά νεύρα, τι θες και το διαβάζεις;». Την αγκάλιασε και χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά της. «Σκεφτόμουν να πάμε μια εκδρομή στο χωριό μου. Σου χρειάζεται καθαρός αέρας και ηρεμία. Να στο προτείνω, ή θα φοβηθείς ότι θα σε παγιδέψω εκεί και θα σου πάρω τα παιδιά και δεν θα τα ξαναδείς;» της είπε προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
«Δεν καταλαβαίνω τι λες».
«Λέω πως μετά το αποψινό, δεν θα τολμήσω να σου το προτείνω μήπως και το συνδυάσεις με το βιβλίο που διαβάζεις».

Εκείνη την στιγμή ένας ακόμα γδούπος, πολύ πιο δυνατός, διέκοψε τη συζήτηση του ζευγαριού. Αμέσως μετά, μια γυναικεία σύντομη κραυγή και κάποια ακατάληπτα λόγια. Ο Αντρέας και η Ειρήνη κοιτάχτηκαν τρομαγμένοι.
«Πήγαινε δίπλα, σε παρακαλώ Αντρέα, πήγαινε δίπλα και χτύπα το κουδούνι».
«Τι να κάνω; Τι λες βρε Ειρήνη μου; Τι να πω στους ανθρώπους;».
«Πήγαινε! Πήγαινε… υποτίθεται ενοχλημένος, πρέπει να δούμε τι συμβαίνει».

Δύο λεπτά αργότερα ο Αντρέας χτυπούσε το κουδούνι του διπλανού διαμερίσματος. Ο άντρας που ζούσε στο διπλανό διαμέρισμα ακούστηκε από μέσα να φωνάζει «μωρό μου έρχομαι, μην κουνηθείς καθόλου» και φορώντας μόνο μια πετσέτα γύρω από τους γοφούς του άνοιξε την πόρτα απορημένος. Δεν φαινόταν ταραγμένος ή θυμωμένος. Κρατούσε στο χέρι του ένα όμορφο κρυστάλλινο ποτήρι με λευκό κρασί. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένο ένα απολογητικό χαμόγελο. Στα μάτια του, όμως, τρεμόπαιζε μια σπίθα αλλιώτικη. Ο Αντρέας ντράπηκε πολύ. Προσπάθησε όμως να μην το δείξει˙ εξάλλου ο μόνος τρόπος για να δραπετεύσει από την αμήχανη στιγμή, ήταν να προσποιηθεί τον ενοχλημένο γείτονα.

Έπειτα από έναν σύντομο διάλογο, ο Αντρέας επέστρεψε στο εσωτερικό του σπιτιού του. Κλείνοντας την πόρτα πίσω του ήρθε αντιμέτωπος με τα μάτια της Ειρήνης. Γεμάτα απορία και φόβο.

«Τι σου είπε; Τσακώνονταν; Ρε, το κάθαρμα. Την είδες πουθενά; Μήπως άκουσες κλάμα;». «Βρε Ειρήνη μου, ηρέμησε σε παρακαλώ. Ηρέμησε γιατί μόλις με έκανες ρεζίλι. Σε παρακαλώ, προσπάθησε να συγκροτήσεις το μυαλό σου. Έχεις επηρεαστεί, σου λέω, από αυτό που διαβάζεις. Σαν βλάκας και εγώ, σε άκουσα. Παναγία μου, ρεζίλι έγινα βραδιάτικα».
«Τι θέλεις να πεις; Τι είδες;».
«Είδα έναν νέο άντρα ημίγυμνο που τον διέκοψα από το όμορφο βράδυ που περνούσε, αυτό είδα».
«Ναι, καλά τώρα… και η κοπέλα γιατί φώναξε;».
«Ειρήνη συγκεντρώσου, δεν θα αναλύσουμε την κρεβατοκάμαρα του διπλανού ζευγαριού». «Δηλαδή, δεν είδες τίποτα ύποπτο».
«Όχι, απολύτως τίποτα. Ξεκουράσου απόψε και από αύριο θα κάνουμε και εμείς φασαρία και τέρμα το διάβασμα τέτοιων βιβλίων. Από εδώ και στο εξής θα διαβάζεις Άρλεκιν. Άντε γιατί το έχεις ξεχάσει το σπορ, μου φαίνεται», της είπε γελώντας και έσβησε το φως.

Οι μέρες περνούσαν και κάθε βράδυ συνέβαινε σχεδόν το ίδιο πράγμα. Η Ειρήνη άρχισε να παρακολουθεί την κοπέλα του διπλανού διαμερίσματος. Έπρεπε να προσπαθήσει να της μιλήσει. Έτσι μια μέρα, προσποιήθηκε πως ξέχασε τα κλειδιά της και χτύπησε το κουδούνι του διπλανού σπιτιού. Η πόρτα άνοιξε και ένα γλυκό και ήρεμο πρόσωπο φάνηκε από πίσω της.
«Καλημέρα, είμαι η Ειρήνη. Μένω ακριβώς δίπλα σας. Σας ζητώ συγνώμη για την ενόχληση, αλλά φαίνεται πως κάπου ξέχασα τα κλειδιά μου. Μήπως θα μπορούσα να κάνω ένα τηλεφώνημα;».
«Ναι… περάστε μέσα», είπε η κοπέλα διστακτικά. Η Ειρήνη κατευθύνθηκε προς το σημείο που της υπέδειξε η κοπέλα με το χέρι της και σήκωσε το ασύρματο τηλέφωνο από τη βάση του. Σχημάτισε τον αριθμό του Αντρέα μα δεν πάτησε το πλήκτρο πραγματοποίησης της κλήσης. Προσποιήθηκε πως μιλούσε μαζί του και πως θα ερχόταν σε μισή ώρα περίπου.
«Σε ευχαριστώ πολύ. Αλήθεια, πώς είναι τ’ όνομά σου;».
«Δανάη».
«Το σπίτι δικό σας;».
«Όχι, με ενοίκιο. Ο Γρηγόρης είναι στρατιωτικός και αλλάζουμε συχνά πόλεις διαμονής».
«Εσύ δεν εργάζεσαι;».
«Όχι, ο Γρηγόρης δεν θέλει να δουλεύω. Πιστεύει πως δεν είναι απαραίτητο. Πριν το γάμο όμως δούλευα σε ένα καθαριστήριο ρούχων. Εκεί γνωριστήκαμε. Θέλεις ένα φλιτζάνι καφέ;». «Ναι, θα έπινα τώρα ένα καφεδάκι, σε ευχαριστώ».

Αφού μίλησαν πίνοντας τον καφέ τους για μισή ώρα, η Ειρήνη προσποιήθηκε πως ξαφνικά θυμήθηκε πού είχε αφήσει τα κλειδιά της. Έφυγε υποσχόμενη πως το επόμενο φλιτζάνι καφέ που θα έπιναν, θα ήταν στο δικό της διαμέρισμα. Έτρεξε στο αυτοκίνητό της. Οδήγησε ως την κοντινότερη παραλία. Έπρεπε να ξεκαθαρίσει αυτά που είδε και άκουσε. Η Δανάη ήταν μια όμορφη κοπέλα γύρω στα τριανταπέντε. Φαινόταν ήρεμη, όμως υπήρχε κάτι στο βλέμμα της που την ανησυχούσε. Ίσως να ήταν η ιδέα της. Ίσως τελικά ο Αντρέας είχε δίκιο. Από την άλλη, ο Γρηγόρης φαινόταν ένας εξαιρετικά δυναμικός χαρακτήρας και εκείνη σχεδόν άβουλη μπροστά στις αποφάσεις του. Ο μόνος τρόπος που μπορούσε να σκεφτεί για να σιγουρευτεί αν η Δανάη ήταν όντως καλά, ήταν να προσπαθήσει να κάνει παρέα μαζί της.

Πέρασαν μερικές μέρες και η Ειρήνη κατάφερε με διάφορες δικαιολογίες να συναντήσει την Δανάη και τον Γρηγόρη. Το συμπέρασμά της ήταν πως τον πρώτο λόγο στην σχέση τον είχε εκείνος, όμως σε γενικές γραμμές ήταν γλυκός και τρυφερός μαζί της. Έτσι λοιπόν παραδέχτηκε στον εαυτό της πως είχε επηρεαστεί από διάφορους παράγοντες.

Ώσπου ένα πρωινό, καθώς έφευγε για το γραφείο, είδε την Δανάη να μπαίνει βιαστικά στο σπίτι της. Ήταν αρκετά ταραγμένη και παρόλο που ήταν βιαστική πρόλαβε να δει μια τεράστια μελανιά στο δεξί της μάγουλο. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. «Πώς να βοηθήσω;» σκέφτηκε. Το ίδιο βράδυ, αυτός ο ανατριχιαστικός θόρυβος επέστρεψε να επιβεβαιώσει τους φόβους της. Μόνο που εκείνο το βράδυ, ήταν πολύ δυνατός. Το ίδιο και η κραυγή. Έπειτα από λίγα λεπτά, ένας πυροβολισμός και η απόλυτη σιωπή. Ο Αντρέας έλειπε εκείνο το βράδυ. Η Ειρήνη σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε να πάρει το τηλέφωνο. Έπρεπε να τηλεφωνήσει στο τμήμα. Κάπως έπρεπε να βοηθήσει. Ξαφνικά όλα άσπρισαν γύρω της και το μόνο που πρόλαβε να αισθανθεί ήταν τα πόδια της να λυγίζουν.

Η Ειρήνη άνοιξε τα μάτια της. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν τα δακρυσμένα μάτια του Αντρέα της.
«Μωρό μου, αγάπη μου. Με τρόμαξες πολύ, το ξέρεις;».
«Που είμαι;».
«Στο νοσοκομείο, ψυχή μου».
«Αντρέα, τι ημερομηνία έχουμε σήμερα;».
«Είναι 25 Νοεμβρίου, είναι Σάββατο, εχθές κάτι σου συνέβη και λιποθύμησες. Σε βρήκα μπροστά στο τηλέφωνο… στο πάτωμα, θυμάσαι;». Η Ειρήνη με μια έκφραση πανικού στο πρόσωπο ζωγραφισμένη κάθισε απότομα στο κρεβάτι της και είπε «την αστυνομία, Αντρέα, πάρε τηλέφωνο στην αστυνομία, η Δανάη ίσως χρειάζεται βοήθεια». Ο Αντρέας την κοίταξε δακρυσμένος. Την πήρε αγκαλιά και προσπάθησε να την βάλει να ξαπλώσει.

Τα μάτια της έπεσαν πάνω στην εφημερίδα που βρισκόταν στο μικρό κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Με έντονα γράμματα έγραφε: «Τραγικό τέλος για νεαρό ζευγάρι στο Ψυχικό. Η ζήλεια οδήγησε στο έγκλημα και έπειτα στην αυτοκτονία». Λίγο πιο επάνω, με πιο ψηλά γράμματα σε άλλη στήλη έγραφε: «25 Νοεμβρίου – Παγκόσμια ημέρα κατά της βίας στις γυναίκες. Σπάστε την σιωπή σας».

Βιογραφικό

Η Φαίη Χατζηαντωνίου γεννήθηκε πριν από 39 χρόνια και μεγάλωσε στην πανέμορφη Χαλκίδα. Είναι μητέρα δύο κοριτσιών. Διδάσκει Αγγλικά από το 2005 έως και σήμερα. Από πολλή νεαρή ηλικία είχε καταλάβει πως της άρεσε να γράφει. Έβρισκε πάντα μαγικό το να φτιάχνει έναν δικό της κόσμο και να τρυπώνει μέσα. Πρόσφατα όμως ανακάλυψε και κάτι ακόμα εξίσου μαγικό, όταν από ένα τυχαίο γεγονός έγινε μέλος της Θεατρικής ομάδας Νέας Αρτάκης. Τότε ήταν που το «Χαμόγελο του Παιδιού» ζήτησε από αυτήν την θεατρική ομάδα να συνεργαστούν ανεβάζοντας μια παράσταση σχετικά με τον σχολικό εκφοβισμό για λογαριασμό τους. Έτσι πήρε το θάρρος και έδωσε ένα από τα παραμύθια της, το οποίο είχε ακριβώς αυτό το θέμα. Το παραμύθι της με τίτλο «Η Παρδαλοσκουφίτσα» επιλέχτηκε και παρουσιάστηκε στο κοινό το περασμένο καλοκαίρι. Σήμερα ακολουθώντας την ανάγκη της για εξέλιξη, είναι σπουδάστρια σε σχολή δημιουργικής γραφής, διδάσκει Θεατρική Αγωγή σε τρεις μικρές ομάδες παιδιών στο τοπικό σχολείο, ενώ ετοιμάζει και μία συλλογή διηγημάτων (υπό έκδοση).

Books and Style

Books and Style