ΑΠΟ ΤΗ ΝΙΚΟΛ ΚΟΥΡΟΜΙΧΕΛΑΚΗ

Είχε ώρα να ακούσει τη φωνή του και ανησύχησε.

Ανέβαινε τη βουνοπλαγιά και η Αθήνα από την Πάρνηθα μέχρι του Σούνιο βούιζε νυσταγμένη και υπνωτισμένη, καπνός έβγαινε από τα σπλάχνα της και δίπλα στο λιμάνι τα πλοία γιόρταζαν φωταγωγημένα την έλευση της Πρωτοχρονιάς. Κάπου κάπου από τον δρόμο έπεφτε στα διαχωριστικά το φως ενός διερχόμενου αυτοκινήτου και ξεχώριζε τα δύο ρεύματα. Χαμογελούσε τώρα ειρωνικά και μισόκλεινε τα μάτια… Εκείνος δεν είχε βάλει ποτέ διαχωριστικά ρεύματα και ταμπέλες στη ζωή του, μια ζωή ανερμάτιστη, εντελώς έρμαιο των δύσκολων διαδρομών και καταστάσεων, όπως προτιμούσε να παρηγορεί τον εαυτό του.

Όλα ήταν στο πρόγραμμα, αρεσκόταν να παρηγορεί τον εαυτό του, δίχως γλυκερές κουβέντες στο διάβα του. Ήταν μόνος˙ από τα 13 άλλωστε και τι τον ήθελε, τον πατέρα του, που ποτέ δεν τον αναγνώρισε, δεν πίστευε καν ότι ήταν παιδί από τα σπλάχνα του και κάποια στιγμή του το διατύπωσε εντελώς άχαρα, όταν τον έδιωξε από το σπίτι. Στην αρχή ανακουφίστηκε γιατί ο πατέρας του μέσα στα άλλα ήταν και βίαιος, αλλά ήθελε να πιστεύει ότι η ζωή εκεί έξω θα τον στύλωνε στα πόδια του με μια νέα δύναμη και αξιοσύνη. Έπρεπε να περάσει μέσα από τόσα φαντάσματα πορείας και να βρει έναν τόσο μοναχικό δρόμο για να καταλάβει ότι ήταν τελικά ίδιος με τον γεννήτορα του. Σκληρός, ανελέητος και εκδικητικός.

Η ανηφόρα χορτάριαζε κάτω από τα πόδια του, τα αστέρια είχαν μαζευτεί σε γιορτή και τα φώτα του καζίνου, του έλουζαν τα μαύρα του μαλλιά και τρύπωναν μέσα από το μπλε σακάκι του που κατέβαινε χαμηλά στους γοφούς του. Δεν κρύωνε όμως αυτή την παγωμένη βραδιά, φορούσε ένα γκρενά γιλέκο και από μέσα μαύρο πουκάμισο με βούλες κόκκινες και γκρενά γραβάτα, τα παπούτσια του γυάλιζαν κάτω από το φως του φεγγαριού. Του άρεσε το καζίνο, έπαιζε συχνά. Είχε καταλάβει ότι όλα στη ζωή είναι μια πείνα, μια άσβεστη πείνα που μπορεί να κατασπαράξει τον ίδιο τον άνθρωπο. Δεν θα άφηνε τη δική του πείνα να χορτάσει. Όλα μια πείνα για φαγητό, σεξ, δημιουργία, βια και καταστροφή.

Του άρεσε να σκέφτεται ότι ανέβαινε στο καζίνο νύχτα και έτσι θα απέφευγε τα τρομαγμένα μάτια κάποιου ελαφιού που θα τον κοιτούσε τόσο βαθιά στα μάτια, τόσο αθώα ώστε να αποτρέψει το δικό του βλέμμα στο χώμα. Δεν θα μπορούσε να ανεχτεί αυτό το αθώο βλέμμα στα σπλάχνα του, να κάνει βόλτες στα πόδια του και μετά να ανεβαίνει στην κοιλιά και στις κοιλότητες της καρδιάς του. Του έφτανε που άκουγε σχεδόν ανεπαίσθητα το τρίξιμο από τα φυτά που μεγάλωναν από το χώμα και τα λουλούδια που λικνίζονταν τώρα, γυμνά από μίσχους πράσινους, ανεβαίνοντας ψηλά από το χώμα, ψηλά από τη γη, σε λικνιστικό, σχεδόν ερωτικό χορό.

Τα φώτα στριφογύρισαν, λαμπύριζαν και του στέρησαν προς στιγμή την όραση. Πάτησε στο κόκκινο βελούδινο χαλί και εκεί τον υποδέχτηκαν οι πανέμορφες γυναίκες της υποδοχής

Ο ίδιος ποτέ δεν είχε ψηλώσει μια ίντσα, ποτέ δεν είχε μεγαλώσει έπειτα από εκείνη τη μέρα της φυγής… Του έφτανε που ήταν σχεδόν απελπισμένα μόνος στην γλυκιά απεραντοσύνη της φύσης και άκουγε τους ήχους της ερωτικής αυτής νύχτας, της πιο ερωτικής νύχτας του χρόνου, που θα έπρεπε να κάνει έρωτα με μια όμορφη γυναίκα, να νοιώθει πάνω του το χάδι του δικού της μίσχου, τα αρώματα να μπαίνουν μέσα από τα ρουθούνια και τους πόρους του δέρματος και αίματος του…

Αίμα μύριζε έντονο από το παρελθόν του, τότε που είχε φερθεί τόσο βίαια εκείνη τη βραδιά που έμπλεξε στον καβγά εκείνο που του είχε στερήσει την ελευθερία του για κάποια χρόνια. Απόπειρα δολοφονίας, του είχε πει ο δικηγόρος του, πολλά χρόνια φυλακής, εκτός αν το γλίτωνε με το ταλέντο του νεαρού ποινικολόγου που είχε αναλάβει την υπόθεσή του. Τον γλίτωσε με τρία χρόνια μόνο – τι είναι τρία χρόνια φυλακή -, είχε βέβαια λερωθεί το ποινικό του μητρώο, αλλά και αυτό έπαψε να τον πειράζει από καιρό. Το μόνο που του είχε μείνει, η μυρωδιά από το αίμα στα ρουθούνια και αυτό το μύριζε χρόνια τώρα. Είχε μείνει στο μυαλό, στην επιδερμίδα, στη γεύση και στην οσμή, κι ήταν μια γεύση που κουβαλούσε γερτός μέσα του και δεν τον εγκατέλειπε ούτε αυτή την μαγευτική και ερωτική βραδιά.

Τα φώτα στριφογύρισαν, λαμπύριζαν και του στέρησαν προς στιγμή την όραση. Πάτησε στο κόκκινο βελούδινο χαλί και εκεί τον υποδέχτηκαν οι πανέμορφες γυναίκες της υποδοχής, τον οδήγησαν στο πιάνο μπαρ, στη μεγάλη αυτή αίθουσα όπου η μουσική ξεψυχούσε τις τελευταίες νότες ενός παλιού χριστουγεννιάτικου τραγουδιού. Πίσω από την μεγάλη τζαμαρία, οι ήχοι εξάτμιζαν τις γωνίες και ξέφευγαν στη μεγάλη βραδιά, κάτω από τα φώτα που η Αθήνα έκανε έρωτα με τον αέρα και τους ήχους και τη γη.

Κατέβασε γρήγορα τη σαμπάνια που του είχαν δώσει οι μετρ στην υποδοχή καίγοντας τον ουρανίσκο του. Κάποτε θυμόταν που έπαιζε Μπριτζ μαζί με τη μητέρα του και την παρέα της, είχαν χωριστεί σε ομάδες, κάθε ομάδα έπρεπε να συγκεντρώσει τους πόντους που της απέμεναν για να αποδείξει ότι είχε εκτελέσει όσο καλύτερα μπορούσε και ότι θα κέρδιζε το παιχνίδι. Ο ίδιος κέρδιζε πάντα γιατί ήταν με την ομάδα της μητέρας του, κέρδιζε μαζί της πάντα. Μόνος του δεν είχε κερδίσει ποτέ, ούτε στην πόκα, ούτε στη ζωή. Δεν είχε νιώσει πάνω του ένα χαμογελαστό και ερωτικό γυναικείο χαμόγελο, ένα μάγουλο να σμίγει με το δικό του και να τον κάνει να ανατριχιάζει από ηδονή και επιθυμία αλλά και λαχτάρα έρωτα.

Σμίγει πάντα το κορμί, σε αυτόν τον βίαιο και ηδονικό ρυθμό που χορεύουν τα κορμιά στο κρεβάτι, είχε νιώσει την πυγμή της ευχαρίστησης να του αρπάζει το λαιμό, έπειτα είχε ξεψυχήσει πάνω στο στήθος της γυναίκας που την ταξίδευε στον ρυθμό του σώματος του και της αναπνοής του και έπειτα… έπειτα ήταν μια ξένη πάνω στο κρεβάτι του. Έπειτα ήθελε να αποδιώξει από τη μνήμη του όλους εκείνους τους θανατερούς ήχους της ηδονής και να σβήσει με το τσιγάρο από το κορμί του το άγγιγμα από τα βελούδινα ακροδάχτυλα της γυναίκας. Της Γυναίκας.Οι ήχοι της βραδιάς εκείνης ήθελε να μην τους ακούει πια. Πήγε στη ρουλέτα! Έπειτα Μπλακ Τζακ και ξανά ρουλέτα -ένιωθε γκίνια εκείνη τη βραδιά! Τι το ήθελε το συναίσθημα, γιατί αφέθηκε σε βρομερές και γλυκανάλατες αναπολήσεις; Έπαιζε τώρα βίαια, ξέπνοα, σχεδόν όπως έκανε έρωτα, ένιωθε άλλωστε την ίδια ηδονή, συνηθισμένος τόσα χρόνια στον τζόγο. Είχε ποντάρει στο 23, δεν το θεωρούσε καθόλου γρουσούζικο, το αντίθετο. Χρόνια τώρα του απέφερε κέρδη. Περίμενε να ακούσει τη φωνή του νεαρού άνδρα να λέει ποιος κέρδιζε, έπειτα να σπρώχνει τις κόκκινες και πράσινες μάρκες πάνω του και ξανά τα ίδια. Το 23, το μαύρο, όλα μαύρα στη ζωή του καθώς και η ρουλέτα που γύριζε τώρα σαν δαιμονισμένη, σαν να έφτανε στον δικό της οργασμό, έπειτα κόκκινες και πράσινες μάρκες, σπρωγμένες στην αγκαλιά του, όχι μια γυναίκα με όλη την ορμή της, αλλά μάρκες, πιο ξεκάθαρο και απλό.

Ένας άνδρας μεγάλης ηλικίας που είχε όμως διατηρήσει το μελαχρινό χρώμα στα μαλλιά και που φορούσε μαύρο σμόκιν, τον κοιτούσε έντονα, σχεδόν ερευνητικά. Γιατί όμως έπαιζε τίμια. Δίπλα του κρατούσε από το μπράτσο διακριτικά μια νεαρή γυναίκα. Τώρα την παρατήρησε καλύτερα. Ήταν όμορφη και ευθυτενής, φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα που αγκάλιαζε νωχελικά το λεπτό της κορμί και τους γοφούς που πετάγονταν αυθάδικα και έφτανε μέχρι τους λαμπερούς και τρεμουλιαστούς της ώμους, όπου έβλεπε καθαρά τα μικρά κόκαλα της ωμοπλάτης της και την τρυπούλα εκείνη στη βάση του λαιμού που πετάγεται ο χτύπος της καρδιάς μεταγγίζοντας αίμα στην καρδιά. Μακρύς λευκός κύκνος ο λαιμός της, μαλλιά ξανθά, μαζεμένα στην κορυφή ενός αποφασιστικού κεφαλιού, μάτια ατίθασα, όμορφα και έξυπνα και στόμα πλούσιο και κατακόκκινο σαν βατόμουρο. Τώρα την είχε δει.

Όλα γύριζαν μπροστά του μέχρι να σταματήσουν εντελώς, η ρουλέτα, τα μαύρα και κόκκινα πλαίσια, οι μαύρες και κόκκινες μάρκες που του χαμογελούσαν από το τραπέζι. Εκείνη προσπαθούσε να ξεφύγει από το άγγιγμα του άνδρα με το μαύρο σμόκιν που ήταν ολοφάνερο ότι ήταν ο υπεύθυνος του καζίνο. Ήθελε να απομακρυνθεί από κοντά του και να φύγει, αλλά η ατσάλινη επαφή του χεριού του άνδρα δεν της άφηνε κανένα περιθώριο. Την κρατούσε σταθερή και με το μπράτσο και με το βλέμμα και εκείνη φανερά τρεμούλιαζε κάτω από το οργισμένο του πρόσωπο. Ζήτησε να πάει στο μπάνιο, να διορθώσει λίγο το μακιγιάζ της και μόνο τότε λύθηκε ο γόρδιος και απομακρύνθηκε.

Ξεκίνησε να πάει και εκείνος, όλα γύριζαν, θάμπωναν, αναρριχώνται σε μια νέα πραγματικότητα. Κινήθηκε σαν αίλουρος, πήρε βιαστικά τις μάρκες, μάζεψε τα πούρα του και το κινητό που το είχε πάνω στο τραπέζι και ξανάβαλε στο μικρό δάχτυλο το χρυσό δαχτυλίδι, κληρονομιά του πάτερα του. Κατευθύνθηκε στις γυναικείες τουαλέτες και έφτασε μπροστά στο μικρό σαλονάκι. Εκείνη έκλαιγε. Πίσω από τον καθρέφτη είχε μουτζουρώσει το μακιγιάζ της, πίσω από το προσωπείο έβγαζε το αληθινό πρόσωπό της. Σαν το αίμα που χρόνια τώρα μύριζε, μύρισε φόβο και απόγνωση στο βλέμμα της. Πλησίασε. Αθόρυβα, σαν άγριο ζώο…

Άγγιζε τώρα αργά και μεθυστικά τους ώμους της, τα δάχτυλά του γλιστρούσαν στην ραχοκοκαλιά της και εκείνη ανατρίχιαζε. Πέρασε την καυτή του παλάμη γύρω από το λαιμό της, τα χέρια του έκλειναν σαν γλυκιά μέγκενη τη βάση του και χάιδευαν την μικτή εκείνη τρυπούλα που χτυπούσε γρήγορα η καρδιά της. Έπειτα πυρωμένα σίδερα ανέβηκαν στα μαλλιά της και την άγγιζαν βαθιά, τρύγησαν τους μικρούς κόμπους ιδρώτα του προσώπου της και τώρα την αγκάλιαζαν από τη μέση σφιχτά. Τα χείλη του ρουφούσαν με έναν αγνό και συνάμα πρωτόγονο τρόπο κάθε κορυφή και κάθε άνοιγμα όλο το αρωματισμένο μέλι της βελούδινης επιδερμίδας της.

Αργά, δίχως ίχνος βιασύνης, άγγιζαν τώρα ο ένας τον άλλο, αργά δίχως ο φόβος μήπως τους δουν, μήπως έρθει ο σύντροφος της, να τους διακόπτουν

Αργά, δίχως ίχνος βιασύνης, άγγιζαν τώρα ο ένας τον άλλο, αργά δίχως ο φόβος μήπως τους δουν, μήπως έρθει ο σύντροφος της, να τους διακόπτουν. Είχαν αφεθεί σε ένα γυμνό παιχνίδι ηδονής μόνο για δυο. Τώρα τα δάχτυλα, οι παλάμες, οι καρποί και τα μπράτσα πεινούσαν και ταξίδευαν γρήγορα και ερωτικά σε κάθε σημείο, τα δυο σώματα τους ενώθηκαν και πυρακτώθηκαν και αυτή η στιγμιαία ένωση βλεμμάτων, σωμάτων και αγγιγμάτων έσβησε μ’ ένα παθιασμένο φιλί που τους δοκίμασε στην αιωνιότητα.

Ένας ήχος που πέθαινε πίσω τους ήταν αρκετός. Γύρισαν να δουν. Ήταν ο άντρας με το σμόκιν. Τους κοιτούσε οργισμένος. Ξύπνησαν γρήγορα από το όνειρο που τους καθήλωσε και τους προσδιόρισε σαν ευλογία για πάντα, εκείνη τη νύχτα. Έπρεπε να φύγουν, δεν χρειαζόταν πολλή σκέψη για να καταλάβουν τις προθέσεις του άλλου. Τώρα έτρεχαν καθώς τους κυνηγούσε, έφευγαν από την αίθουσα των χαρτοπαιχτικών παιχνιδιών, περνούσαν από το σαλονάκι υποδοχής με τον μεγάλο κρυστάλλινο πολυέλαιο να κρέμεται απειλητικά σχεδόν από πάνω τους, και έφτασαν ξέπνοοι στην είσοδο. Ένας θόρυβος ακούστηκε μέσα στη λάμψη των Χριστουγέννων και διέτρεξε σύριζα πάνω από τα κεφάλια τους.

Μια σφαίρα σφηνώθηκε πάνω από το τζάκι του σαλονιού. Σάστισαν προς στιγμή και έπειτα άρχισαν να κατεβαίνουν με φόρα και δύναμη την κατηφόρα του βουνού, τα φώτα έλαμπαν, τρεμούλιαζαν και τους έκαναν να νιώθουν γυμνοί, γυμνοί στην απειλή του, στην απειλή του όπλου. Σταμάτησαν και κοιτάχτηκαν. Γυμνοί από κάθε κάλυψη, γυμνοί στα συναισθήματά τους. Συνέχισαν να τρέχουν. Η κοπέλα είχε βγάλει τα παπούτσια της, κάτι μαύρα δεκάποντα γοβάκια. Συνέχισαν την θεότρελη πορεία κάτω από τα φώτα της καταστροφής και της μαύρης νύχτας, περνούσαν μέσα από το στριφογυριστό δρόμο του δάσους, τριξίματα, κοφτές ανάσες, ύποπτοι και ύπουλοι θόρυβοι, αργή ανάπτυξη των φυτών, πατήματα ζώων, μακρινοί χριστουγεννιάτικοι παιάνες. Κάτι γέλια που πνίγηκαν, οι ήχοι, οι ήχοι εκείνης της νύχτας… Σταμάτησε ξαφνικά.

Η κοπέλα είχε λιποθυμήσει στη γωνιά, λίγο πριν το δρόμο της σωτηρίας τους, της δικής του σωτηρίας… Την ακούμπησε στο έδαφος, στο καθαρό χώμα, στην καθαρή νύχτα. Της χάιδεψε με πόθο και λατρεία τα μαλλιά, της έτριψε με τα ζέστα του χέρια τα άκρα και της έλυσε τη χρυσή ζώνη που έσφιγγε τη λεπτή της μέση. Έμεινε εκεί να την κοιτάζει μαγεμένος ολοκληρωτικά, στη γωνία των οδών ελπίδας και σωτηρίας. Εκείνη συνήλθε και του χαμογέλασε. Τον αγκάλιασε από το λαιμό και τον φίλησε απαλά και αδύναμα στο στόμα. Την σήκωνε τώρα στην αγκαλιά του από το χώμα και περπατούσαν μόνοι στον σκοτεινό δρόμο, αργά.

Από ψηλά τα φώτα της πόλης, η Αθήνα ερωτική, ακόμα κοιμόταν. Τους έπνιξε στην αγκαλιά του, ένα σκοτάδι ήχος ερωτικό, ένα σκοτάδι σαν απελπισμένων εραστών. Στο χώμα κάτι γυάλιζε στο φως της λάμπας. Κόκκινες και πράσινες μάρκες ξεχασμένες στο χώμα, τα τριάντα αργύρια του Ιούδα. Στο χώμα οι ξεχασμένες μάρκες που κέρδισε στο καζίνο, αποστειρωμένες, ανεξαργύρωτες και αργυρώνητες, το κέρδος του που του έκλεβε την ψυχή. Ήταν δικές του, αλλά δεν τις χρειαζόταν πια, εκείνες τις λαμπερές κόκκινες και πράσινες μάρκες.

-Νικόλ Κουρομιχελάκη, Δεκέμβριος 2017.

Books and Style

Books and Style