ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ – ΠΟΙΗΤΡΙΑ

Άντε πάλι…

Πλουσιοπάροχα θα περάσεις τις γιορτές και να μην ξανακούσω παράπονα…
Πάρε… πάρε… πάρε…
Πάρε κόσμε…
Το αφεντικό τρελάθηκε και χαρίζει…

Πάρε… πάρε επιστροφές, υπέρογκες και χορταστικές, αλλά, από τις παράνομες παρακρατήσεις του Π.Ε.Δ.Υ. και φυσικά χωρίς τους τόκους τους.

Πάρε κι έκτακτο βοήθημα, φτάνει να αποδείξεις – τουλάχιστον – πως δεν είσαι ελέφαντας και δεν έχεις στον ήλιο μοίρα…

Πάρε και ένα χιλιάρικο ανέλπιστο από την κλήρωση της πρωτότυπης και εμπνευσμένης λαχειοφόρου, αυτής που θα γίνεται εφεξής, κάθε μήνα, για τις αγορές που έκανες και θα κάνεις μέσω του πλαστικού σου πορτοφολιού με την σχεδόν ανύπαρκτη πια αγοραστική σου δυνατότητα.

Βρε αχάριστε κι αχόρταγε, τι άλλο πια ζητάς;

Πόσα πια να σου δώσει κι αυτός ο κορβανάς που έχει να θρέψει τόσα στόματα εκλεγμένα αλλά και παρατρεχάμενα της εξουσίας;

Εσένα τα λέω.

Ναι, εσένα που φορολογείσαι ακόμη και για τον αέρα που αναπνέεις κι όμως ακόμη αντέχεις, έχεις, πληρώνεις, χειροκροτάς κι είσαι οπαδός και ψηφοφόρος παθιασμένος.

Εσένα τα λέω που αποφεύγεις να προβληματιστείς για όσα δεν σε αφορούν και για κείνα που ακόμη δεν σου κτύπησαν την πόρτα.

Εσένα που συστηματικά αποφεύγεις τα δύσκολα πιστεύοντας στα θαύματα και στις υποσχέσεις.

Εσένα που σε στήνουν σε ατελείωτες ουρές για να ξοδεύεις τις άνεργες και χαμένες ώρες σου μπροστά σε γκισέ κι άσχετους, μοιράζοντας τα στοιχεία σου και τα προσωπικά σου δεδομένα, με τα οποία τους δίνεις τη δυνατότητα να καταμετρούν, να πειραματίζονται και να σχεδιάζουν τις επόμενες κινήσεις τους, να σε κατασκοπεύουν και να σε δένουν καθημερινά όλο και πιο σφιχτά, με δεσμά αόρατα αλλά άλυτα.

Πάρε… πάρε… πάρε…
Κι αύριο κλαίνε…

Κι όταν τα ναρκωτικά θα είναι πια τα μόνα εμπορεύματα που θα κυκλοφορούν στην αγορά κι εσύ και το παιδί σου – σαν τους παλιούς κούληδες – θα είσαι μονίμως ξαπλωμένος σ’ έναν τεκέ μαστουρωμένος, ψάχνοντας μέσα στη θανατηφόρα σου μέθη και του οπίου τις αναθυμιάσεις, να αποφύγεις τη συναίσθηση της οικτρής σου κατάντιας, αλλά κι όταν τα έχη σου, το σπίτι σου, το χώμα που πατάς, την ίδια σου την πατρίδα θα τα ’χεις παραδομένα αμαχητί και θα βλέπεις να τα νέμονται και να τα χαίρονται τα παμφάγα αρπακτικά της παγκοσμιοποίησης, κι όταν θα παραδέρνεις, μαζί με τους άλλους της εύκολης ζωής, του ευδαιμονισμού και του ωχαδερφισμού, στη δύνη της αλλοτρίωσης, της αμορφωσιάς του αποπροσανατολισμού και της απώλειας της κληρονομιάς σου, των αξιών που σ’ ανάστησαν και πάνω απ’ όλα της ελευθερίας σου, τότε πια, άξιος θα είσαι των έργων και της μοίρας σου και με τίποτα και κανείς δεν θα σε σώζει.

Πάρε λοιπόν σκουπίδια κι αποφάγια για να χορτάσεις την ανοησία κι απρονοησία σου κι αύριο κλαίνε…

Books and Style

Books and Style