ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ

Όταν άνοιξε μια μεγάλη γερμανική αλυσίδα τροφίμων το πρώτο της κατάστημα στη γειτονιά μας -βέβαια πολλά χρόνια πριν- θυμάμαι που σπεύσαμε όλοι να τρέξουμε να δούμε τα καλούδια τα αλλιώτικα που έφερε στην ελληνική αγορά και τις πολύ καλές τιμές τους, τις οποίες διαφήμιζε με όλα τα μέσα.

Πήγα λοιπόν κι εγώ, πιο πολύ από περιέργεια, αλλά κι από την ανάγκη που έχω -αν θέλετε πέστε το και βίτσιο- να βρίσκω πάντα τα τρωτά της κάθε περίπτωσης και να τα στηλιτεύω (Στηλιτεύω! Ε, να γράψω και καμιά λέξη που να δείχνει πως εκτός από περιέργεια και εμμονή για γκρίνιες, έχω και μια καλλιέργεια, βρε αδερφέ…)!

Μην σας τα πολυλογώ -να κι άλλο κουσούρι μου-, έφτασα κάποια στιγμή και μπρος στην ταμεία που με καλημέρισε και με ρώτησε αμέσως: «Σακούλες θέλετε;».
«Άκου ερώτηση», σκέφτηκα κι απάντησα αυθόρμητα: «Βέβαια, ναι». Πώς θα τα κουβαλούσα άλλωστε τόσα ψώνια;

Στις τσέπες μου να τα έβαζα ή να σήκωνα την ποδιά μου να μου την γεμίσει όπως έκαναν παλιά οι νοικοκυρές, όταν περνούσε ο μανάβης με το γαϊδουράκι του από τις γειτονιές κι έτρεχαν να τον προλάβουν πριν προσπεράσει για να ψωνίσουν κι ύστερα σήκωναν τις ποδιές της κουζίνας που φορούσαν πάνω από τις ρόμπες τους και τους τις γέμιζε με τα πολύχρωμα και μοσχοβολιστά καλούδια τα ολόφρεσκα.

Όταν όμως πήρα και κοίταξα τον λογαριασμό, αφού «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται», όπως μου είχε μάθει η μαμά μου κι εγώ πάντα τις συμβουλές τις τηρώ -να κι άλλη εμμονή μου-, είδα πάνω πάνω χρεωμένες και τις σακούλες που χρησιμοποίησα κι έμεινα ενεή -ή ενεά, εμβρόντητη, κατάπληκτη, άναυδη, άφωνη, ή βουβή τέλος πάντων, για να δείτε πως ξέρω κι άλλες σπουδαίες λέξεις- γιατί πιάστηκα απροετοίμαστη κι έτσι μάζεψα τις σακούλες μου τις ακριβοπληρωμένες και την βλακεία μου την δεδομένη κι έφυγα σαν βρεγμένη γάτα.

«Σακούλες θέλετε;», με ρώτησε πάλι η ταμίας κι εγώ τότε, χαμογελώντας κι επιδεικτικά, έβγαλα από την τσάντα μου ένα πακέτο σακούλες αντίπαλης αλυσίδας…

Μα, τους την φύλαξα την επόμενη φορά -γιατί έχω κι άλλο κουσούρι να ξέρετε, το να μην αφήνω τίποτα αναπάντητο και να σερβίρω κρύα και φαρμακερή την αντίρρηση και την αντίδρασή μου.

«Σακούλες θέλετε;», με ρώτησε πάλι η ταμίας κι εγώ τότε, χαμογελώντας κι επιδεικτικά, έβγαλα από την τσάντα μου ένα πακέτο σακούλες αντίπαλης αλυσίδας που μας τις μοίραζε αφειδώς -το παράκανα σήμερα με τα επίθετα και τα επιρρήματα- κι άρχισα να τις γεμίζω απαντώντας: «Ε, όχι να σας διαφημίζω και να πληρώνω κι από πάνω… Διαφημίζω αυτούς που δεν με κοροϊδεύουν και δεν με εκμεταλλεύονται φανερά κι αδιάντροπα».

Μιλιά η κοπέλα… Τι να πει άλλωστε… Την δουλειά της έκανε, υπακούοντας στης πολυεθνικής τα κελεύσματα. Μα κι εγώ το συμφέρον μου έβλεπα και το διεκδικούσα αντιδρώντας, έστω και με αγένεια, αφού κι άλλες συμβουλές θυμάμαι της μαμάς μου, όπως, «το δικό σου τ’ ακριβό κάμνει εμένα πονηρό».

Τώρα, αν με ρωτήσετε τι θα κάνω στο εξής που το να πληρώνω τη σακούλα έγινε νόμος, δήθεν για την σωτηρία του περιβάλλοντος, το οποίο από χίλιες μύριες πηγές βάλλεται και καταστρέφεται ανεπανόρθωτα κι εμείς, όπως πάντα, αναγκαζόμαστε να πιστέψουμε σ’ εκείνους που «διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον», ρίχνοντας πάλι στον λαουτζίκο την ευθύνη της αδηφαγίας τους, βάζοντάς του ψευτοδιλήμματα και πλάνους πειθαναγκασμούς;

Θα πηγαίνω σε πείσμα τους με την ειδική σακούλα για τα ψώνια που χρόνια τώρα χρησιμοποιώ και σέντσι δεν θα τους χαλαλίσω. Όχι… Τη χάρη δεν θα τους κάνω να είμαι «και κερατάς και δαρμένος», που λέει κι η παροιμία.

Books and Style

Books and Style