ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΟ ΠΑΝΟ ΤΟΥΡΛΗ

Ο 13χρονος Γιόζεφ Λάντοου είναι γιος Εβραίου δικηγόρου και ζουν οικογενειακώς στο Βερολίνο του 1938, ώσπου το καθεστώς συλλαμβάνει τον πατέρα του, τον κλείνει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και ύστερα από έξι μήνες τον αφήνει ελεύθερο με τον όρο να φύγουν όλοι από τη χώρα μέσα σε 14 μέρες.

Η εντεκάχρονη Ιζαμπέλ ζει στην κομμουνιστική Αβάνα του Φιντέλ Κάστρο το 1994, σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες επιβίωσης, συνεπεία της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης. Ο κόμπος φτάνει στο χτένι και η οικογένειά της αποφασίζει να το σκάσει για τη Φλόριντα, με ένα καρυδότσουφλο που κατασκεύαζαν κρυφά. Ο συνομήλικος Μαχμούντ Μπισάρα ζει μια δύσκολη καθημερινότητα στο Χαλέπι του 2015, με τον εμφύλιο να αφήνει πίσω του δεκάδες χιλιάδες αμάχους άστεγους, νεκρούς, χωρίς ελπίδα. Όταν το σπίτι της οικογένειάς του γκρεμίζεται και επιζούν από θαύμα, ο πατέρας αποφασίζει να καταφύγουν στη Γερμανία μέσω Τουρκίας. Θα καταφέρουν αυτά τα παιδιά να δραπετεύσουν και να κάνουν μια νέα αρχή σε ένα ξένο έδαφος; Πόσο και πώς θα τους αλλάξει αυτό το ταξίδι; Τι θα στερηθούν, τι θα αντιμετωπίσουν, τι θα ζήσουν; Τρία παιδιά, τρεις ιστορίες, μία ελπίδα.

Και οι τρεις περιπέτειες είναι γραμμένες με συναρπαστικό τρόπο, αν μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει «συναρπαστική» τη σταδιακή εκρίζωση ενός ανθρώπου από τη γενέθλια γη και τον διαμελισμό της ψυχής του σε χιλιάδες μικρά κομμάτια που αναρωτιούνται το αέναο «γιατί» (ειδικά στην περίπτωση του Μαχμούντ έπαθα σοκ με το βομβαρδισμό του διαμερίσματός τους, όταν ο αδερφός του τη μια στιγμή έβλεπε Χελωνονιντζάκια στο DVD και την επόμενη, στο ίδιο σημείο, έβλεπε το μπαλκόνι του γείτονα). Κάθε ιστορία, αν και έχει κοινές αφετηρίες αφήγησης και όμοιους θεματικούς άξονες με τις άλλες (πρόσφυγες που αναγκάζονται να δραπετεύσουν από ένα αδυσώπητο καθεστώς), έχει διαφορετική εξέλιξη και ανατροπές, είναι ρεαλιστικότατη, λυρική και συγκινητική.

Οι μικροί ήρωες ωριμάζουν, αλλάζουν (για να μην πω μεταμορφώνονται), παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους, ενηλικιώνονται πριν την ώρα τους και παρά τη θέλησή τους. Ο συγγραφέας έχει μελετήσει εξονυχιστικά τις συνθήκες, τα ιστορικά στοιχεία, το φόντο και καταγράφει τρεις περιπέτειες που δεν με άφησαν στιγμή ασυγκίνητο. Το δάκρυ και η θλίψη δεν εκβιάστηκαν ούτε ένιωσα πως επιδιώχθηκαν, απλώς τα γεγονότα είναι εκεί, ζωντάνεψαν με μια καλοδουλεμένη γραφή και με άφησαν να παραδέρνομαι κι εγώ στις αχανείς θάλασσες της γης όπου έπλεαν οι πρωταγωνιστές με τις ελπίδες τους. Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω επιτηδευμένα τα εμπόδια που παρουσιάζονταν συνέχεια στις ιστορίες αυτές και τη διακοπή της καθεμίας σε κρίσιμο σημείο, όμως τα συναισθήματα, το σφίξιμο στο στομάχι, η συγκίνηση και η συμπάθεια (εκ του συν + πάσχω) κυριάρχησαν και με κυρίευσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης.

Ο Γιόζεφ Λάντοου είναι από τους επιβάτες του πραγματικού «Σεντ Λούις», ενός υπερωκεάνιου που απέπλευσε από τη ναζιστική Γερμανία το 1939 με 908 Εβραίους πρόσφυγες που περίμεναν να γίνουν δεκτοί στην Κούβα, είτε μόνιμα είτε ως ενδιάμεσος σταθμός πριν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτοί οι άνθρωποι έγιναν το πολιτικό παιχνίδι μικρόμυαλων και πικρόχολων διπλωματών ενώ ταυτόχρονα η άρνηση της Κούβας να τους αφήσει να αποβιβαστούν λειτούργησε και ως προπαγάνδα για τα ελεύθερα ακόμη έθνη ώστε να δουν πως οι Εβραίοι είναι παντού ανεπιθύμητοι ως λαός. Η ιστορία του Εβραιόπουλου είναι γεμάτη πικρές αλήθειες και απρόβλεπτα γεγονότα, ενώ η σχέση του με τον πατέρα του που ανοικοδομήθηκε από την αρχή, ήταν καλοδουλεμένη και τρυφερή. Ο μικρός Γιόζεφ, που έζησε την τελετή του μπαρ μιτσβά στο καράβι, από υπάκουος γιος μεταμορφώθηκε σε υπεύθυνο ενήλικα που έπρεπε να προσέχει τους γονείς και την αδελφή του.

«Το μόνο που ήθελε ήταν να τρέξει στην αγκαλιά της μητέρας του αλλά εκείνη ήταν χιλιόμετρα μακριά του. Το ίδιο και ο πατέρας του. Ήταν τρία ερημονήσια που τα χώριζε ένας ωκεανός δυστυχίας» (σελ. 155-156).

Ο πατέρας του είναι μια προσωπικότητα που αγάπησα βαθιά, μιας και τον πήραν άνθρωπο, τον έκλεισαν σε στρατόπεδο και τον παρέδωσαν ζώο στην οικογένειά του, γεμάτο ψευδαισθήσεις, φοβίες και ανασφάλειες. Οι επιβάτες στο πολυτελές κατά τα άλλα κρουαζιερόπλοιο, άλλαξαν κι αυτοί σταδιακά από απελπισμένοι πρόσφυγες σε απαιτητικούς επιβάτες, όταν διαπίστωσαν πως η Κούβα δεν τους θέλει κι αναγκάζονται να γυρίσουν πίσω στην Ευρώπη. Το τι τους περιμένει ακόμη, το αφήνω στον αναγνώστη να το ανακαλύψει.

Χάρη στην Ιζαμπέλ έμαθα πολλά για την κοινωνική, οικονομική και πολιτική θέση της Κούβας πριν και μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τι είχαν αυτές οι δύο χώρες και πόσο εξαρτιόταν η Κούβα από την πρώην ΕΣΣΔ. Το απολυταρχικό καθεστώς αποδίδεται παραστατικότατα και η αγωνία των απλών ανθρώπων να ξεφύγουν από αυτήν τη σκλαβιά και τη φυλάκιση είναι σχεδόν ανάγλυφη. Παρ’ όλο που η Κούβα είναι σχετικά κοντά στις ακτές του Μαϊάμι, οι περιπέτειες (και) της Ιζαμπέλ ποικίλουν: αγωνία, φόβος, ελπίδα, ανατροπές, χωρίς να υπάρξει πουθενά κάποιο χάσμα ή κάτι περιττό. Στέρεη, δωρική αφήγηση, κλιμακούμενη αγωνία και το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού με την ακτοφυλακή των Ηνωμένων Πολιτειών είναι λίγα μόνο από τα χαρακτηριστικά της ιστορίας του κοριτσιού.

Τέλος, ο Μαχμούντ είναι ίσως η πιο τραγική ιστορία, μιας και διαδραματίζεται στην εποχή μας και στις ακτές μας. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πόσο αναίτιες και παράλογες είναι οι απαρχές του εμφύλιου πολέμου στη Συρία και χάρη στην πένα του συγγραφέα ένιωσα σχεδόν στο πετσί μου τις τραγικές συνθήκες επιβίωσης των Σύριων (ο συγγραφέας φτάνει στο σημείο να παραδεχτεί: «Ήταν καλύτερα να μην έχεις φίλους στη Συρία το 2015», σελ. 25). Το παράλογο των διεθνών παιχνιδιών, οι δυσκολίες φυγάδευσης στην Τουρκία και την Ελλάδα, η πλήρης και στυγνή εκμετάλλευση του πόνου και της δυστυχίας αυτών των ανθρώπων, είναι κάτι που συναντάμε καθημερινά ανά πάσα στιγμή. Είναι άκρως συγκινητικές οι συνθήκες φύλαξης στην Ουγγαρία ενώ κόβουν την ανάσα οι περιπέτειες στο Αιγαίο πέλαγος. Ταυτόχρονα, οι πράξεις απελπισίας με ανυπολόγιστες συνέπειες στο μέλλον, δείχνουν την ανάγκη του ανθρώπου να επιβιώσει και ταυτόχρονα να σώσει ό,τι αγαπά πολύ.

Τέλος, στην ιστορία του Σύριου πρόσφυγα κατάλαβα την πικρή αλήθεια που υπάρχει πίσω από τη συμπεριφορά των «πολιτισμένων χωρών» όταν υποδέχονται τους πρόσφυγες:

«Μας βλέπουν μόνο όταν κάνουμε κάτι που δε θέλουν… Όταν όμως οι πρόσφυγες έκαναν κάτι που δεν ήθελαν εκείνοι -όταν προσπαθούσαν να περάσουν τα σύνορα της χώρας τους ή να κοιμηθούν στις εισόδους των καταστημάτων τους ή να σταματήσουν τα αυτοκίνητά τους ή να προσευχηθούν στα καταστρώματα των καραβιών τους- τότε μόνο οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να τους αγνοούν πια» (σελ. 216).

Συγκινητικό, αληθινό, ρεαλιστικό ως βιβλίο, μια γροθιά στο στομάχι για μένα τουλάχιστον που το διάβαζα στο ζεστό σπίτι μου, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, με το άπλετο φως της λάμπας πλάι μου και τους γονείς μου στο σαλόνι να γελάνε με κάτι. Συναρπαστικό, ανατρεπτικό και με μηνύματα και συναισθήματα ως κείμενο, δεν με άφησε να πάρω ανάσα ή να σηκώσω κεφάλι από τον καταιγισμό των εξελίξεων.

Κλείνοντας, να τονίσω πως οι ιστορίες κάποια στιγμή τέμνονται με έξυπνο και μη αναμενόμενο τρόπο, όχι για να αποδοθεί ένας κοινός άξονας αλλά για να γεμίσει η ψυχή ελπίδα και προσμονή, για να καταλάβει κάποιος πως δεν πρέπει να σταματάς να αγωνίζεσαι για κάτι που θέλεις πολύ και έχεις και το δίκιο με το μέρος σου. Ανακουφίστηκα με τον τρόπο που τελείωσαν οι περιπέτειες των παιδιών, και ο συγγραφέας, αφού παραθέτει χάρτες με τα τρία αυτά ταξίδια, κλείνει με τις προσωπικές του σημειώσεις και επεξηγήσεις για τον τρόπο που έγραψε αυτό το μυθιστόρημα και ποια πραγματικά γεγονότα τον ενέπνευσαν. Να μην ξεχάσω να αναφέρω πως μέρος των εσόδων από την πώληση του βιβλίου, θα διατεθεί στην UNICEF Ελλάδος για τα παιδιά όλου του κόσμου.

Τίτλος: Πρόσφυγας (Refugee)
Συγγραφέας: Alan Gratz
Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα, 2017
336 σελ.
ISBN 978-960-19-0653-9
Τιμή € 12,90

Books and Style

Books and Style