ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΠΟ ΤΟ BACKSTAGE ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ RE-ACTION

Ο Δημήτρης Παπαδάκης είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της νέας γενιάς.
Η συμμετοχή του στην ταινία RE-ACTION ήταν η αφορμή για να τον γνωρίσω από κοντά και η αιτία γι’ αυτήν τη συνέντευξη. Από τη συνομιλία μας, διαπίστωσα ότι – πέρα από έναν πολύ όμορφο άντρα – πρόκειται επίσης για έναν άνθρωπο με αυτοπεποίθηση για τις προσδοκίες που καλλιεργεί και για την πραγματοποίηση των ονείρων του.

ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Δημήτρη, γεννήθηκες στο Cape Town, στη Νότια Αφρική. Τι θυμάσαι από τα χρόνια της Αφρικής και σε ποια ηλικία ήρθες στην Ελλάδα;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Δεν θυμάμαι και πολλά, ήρθα μικρός στην Ελλάδα. Πήγα πάλι πίσω στη Νότια Αφρική στα εφτά μου. Θυμάμαι, μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση η κουλτούρα τους. Μια χαρακτηριστική εικόνα που έχει μείνει ζωντανή στη μνήμη μου ήταν σε μια πλατεία, μέρα μεσημέρι. Ήταν εκεί μαζεμένες πολλές γυναίκες με την παραδοσιακή στολή των Ζουλού, με τα στήθη έξω. Και χόρευαν και τραγουδούσαν, και ακριβώς απέναντι έβλεπες ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο, πολύ μοντέρνο. Τόσο μεγάλο, τόσο μοντέρνο που κάτι τέτοιο δεν είχαμε ακόμα φανταστεί στην Ελλάδα. Και λίγο πιο πέρα, ένα εργαστήριο επεξεργασίας χρυσού, όπου έπαιρναν ακατέργαστο χρυσό και τον μετέτρεπαν σε ράβδους. Έπαιζαν και ένα παιχνίδι με τους τουρίστες… έβαζαν στοίχημα πως όποιος θα κατάφερνε να σηκώσει μια ράβδο με το ένα χέρι, θα την κέρδιζε. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, πως ένας Ιρλανδός παραλίγο να το καταφέρει. Τους κόπηκαν τα πόδια (γέλια)! Είχα ενθουσιαστεί πολύ με την αρμονία που έχει αυτή η χώρα ανάμεσα στην παράδοση και στην οικονομική πρόοδο. Τόσο ακραίες αντιφάσεις… η κουλτούρα της ζούγκλας και ο δυτικός τρόπος ζωής, αρμονικά συνδεδεμένα που φάνταζαν πως ήταν από πάντα έτσι. Μακάρι κι εμείς πάντα να προοδεύουμε, διατηρώντας αναλλοίωτες τις παραδόσεις μας.

Μ.Γ.: Ως παιδί, ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τον κινηματογράφο και το θέατρο;

Δ.Π.: Ένα από τα ωραία με την ηθοποιία, είναι ότι σου επιτρέπει να ζεις ζωές άλλων ανθρώπων, χωρίς να χρειάζεται να πληρώσεις το τίμημα. Από πολλή μικρή ηλικία, μου άρεσε να μιμούμαι ανθρώπους που μου έκαναν εντύπωση και να τραγουδώ. Τραγουδούσα συνέχεια! Στο μπάνιο, στο τηλέφωνο όσο περίμενα να μου απαντήσουν… ναι, πάντα, όποιος απαντούσε στην κλήση μου πρώτα περίμενε να τελειώσω το τραγούδι που είχα αρχίσει πριν τον καλέσω και μετά να μιλήσουμε. Τρέλα! Ήμουν ένα μόνιμο σόου! Η πρώτη μου επαφή με την κάμερα ήταν, θυμάμαι, στο Δημοτικό όπου είχα ανακαλύψει την βιντεοκαμέρα του θείου μου: την σύνδεσα στην τηλεόραση και έκανα τον εκφωνητή ειδήσεων, έλεγα τις ειδήσεις της γειτονιάς. Αργότερα, στην πρώτη Γυμνασίου, αν θυμάμαι καλά, έπαιξα στο πρώτο μου μιούζικαλ. Ήταν μια παραγωγή του Δημοτικού Θεάτρου Άγιου Νικόλαου, όπου έκανα τον Έλβις και ήμουν τόσο χαρούμενος. Ο Έλβις ήταν το είδωλο μου.

Μ.Γ.: Πότε αποφάσισες ότι θέλεις να γίνεις ηθοποιός;

Δ.Μ.: Αποφάσισα να λέω ότι είμαι ηθοποιός όταν κατάλαβα ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτό, ουσιαστικά όταν κατάλαβα ότι δεν με ευχαριστεί τίποτα άλλο πέρα από την τέχνη της υποκριτικής. Έχω κάνει αρκετές δουλειές, από οικοδομή μέχρι σερβιτόρος και πωλητής, έχω σπουδάσει ανθρωπιστικές επιστήμες και έχω ένα πτυχίο μάρκετινγκ, όμως η ηδονή που εμπεριέχεται στην υποκριτική, με έχει συναρπάσει. Μπορεί να είναι το πιο επισφαλές επάγγελμα απ’ όλα τα άλλα, μπορεί κάθε χρόνο, δύο φορές τον χρόνο να είμαστε άνεργοι και να είμαστε στην αναζήτηση εργασίας και αυτό απλώς επειδή ολοκληρώνονται οι παραγωγές στις οποίες παίζουμε, όμως ο αγώνας του να ανακαλύψω, να δημιουργήσω, να γίνω ένας καινούριος ρόλος και η ευχαρίστηση που παίρνω όταν πείθω ότι είμαι αυτός ο ρόλος χωρίς να φαίνεται ότι υποδύομαι, είναι αναντικατάστατη. Εκτός αυτού, μέσα από την υποκριτική ολοκληρώνομαι, γιατί κάθε φορά που βρίσκω έναν ρόλο μέσα μου, συνειδητοποιώ πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε εν δυνάμει ο «καθένας». Άσχετα πως για κάποιον λόγο, είτε από την εκπαίδευση μας, είτε από συνήθεια, αναφερόμαστε στο πρόσωπό μας με τον στενό όρο και την επίπλαστη μοναδικότητα του «εγώ». Ο Όσσο είχε πει κάποτε ότι «όλη η ιδέα που έχεις για τον εαυτό σου είναι δανεισμένη. Δανεισμένη από αυτούς που δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι οι ίδιοι». Το να γίνεις ένας άλλος άνθρωπος, να μπεις δηλαδή στον τρόπο σκέψης του έστω και για λίγο, σε κάνει να έχεις μεγαλύτερη αποδοχή προς τους συνανθρώπους σου και όσο μεγαλύτερη αποδοχή έχεις, τόσο πιο κοντά βρίσκεσαι στην ολοκλήρωση. Και ο στόχος μου σε αυτήν τη ζωή είναι η ολοκλήρωση.

Μ.Γ.: Έχεις σπουδάσει στη Δραματική Σχολή Αθηνών Γ. Θεοδοσιάδη. Ποια συμβουλή δασκάλου της σχολής δεν ξεχνάς ποτέ;

Δ.Π.: Είχα την τύχη να έχω σπουδαίους δασκάλους και ο καθένας τους μου έδωσε πολλά εφόδια για να προχωρήσω, η συμβουλή όμως που με σημάδεψε ήταν μια πολύ συγκεκριμένη φράση την οποία όμως δεν ξέρω αν μπορείς να την γράψεις ή αν θα μας λογοκρίνουν. Εγώ θα στην πω ούτως ή άλλως και κρίνε εσύ αν μπορεί να δημοσιευτεί: «Για να επιτύχεις πρέπει να στρώσεις κώλο ή να δώσεις κώλο. Πρόσεξε, όμως, δεν υπάρχει ποτέ χρόνος και για τα δύο» (γέλια)!

Μ.Γ.:. Αν και είσαι πολύ νέος σε ηλικία, έχεις ήδη πολλές συμμετοχές σε τηλεοπτικές σειρές και θεατρικές παραστάσεις. Ποια διδάγματα αποκόμισες μέχρι σήμερα;

Δ.Π.: Κάθε δουλειά ήταν και είναι ένα σχολείο για μένα, από κάθε συνεργασία, από κάθε ρόλο μαθαίνω κάθε φορά και κάτι καινούργιο -και αυτό δεν το λέω αβίαστα. Η υποκριτική είναι κάτι ζωντανό, εξελίσσεται. Εξελίσσεται γιατί τρέχει πάντα πίσω από τη ζωή, μιμείται τη ζωή και η ζωή δεν είναι στάσιμη. Το μεγαλύτερο όμως μάθημα που πήρα – και το πήρα με πολύ προσωπικό πόνο και κόπο – είναι πως για να είσαι καλός ηθοποιός πρέπει να αποποιηθείς την ωραιοπάθεια και τη φιλαυτία, το να λατρεύεις δηλαδή τον εαυτό σου, γιατί αν είσαι ωραιοπαθής δεν θα μπορέσεις ποτέ να είσαι ειλικρινής στην ερμηνεία σου. Κι εγώ θέλω να παίξω όσο μεγαλύτερη γκάμα ρόλων γίνεται, με συνέπεια και ειλικρίνεια.

Μ.Γ.: Ποια από τις δουλειές που έχεις συμμετάσχει θεωρείς ως την πιο σημαντική στην τηλεόραση και στο θέατρο;

Δ.Π.: Η σημαντικότητα που έχει κάτι, δεν είναι άλλη από την αξία που του δίνεις εσύ ο ίδιος. Κι εγώ επιλέγω να δίνομαι ολοκληρωτικά σ’ ό,τι κι αν κάνω. Δεν υπάρχει κάποια δουλειά που να είναι πιο σημαντική από άλλες, η κάθε δουλειά ήταν διαφορετική, κι αυτό γιατί εγώ ήμουν διαφορετικός. Όπως και κάθε καινούργια δουλειά θα είναι διαφορετική, γιατί αναγκαστικά αλλάζω, ωριμάζω. Είμαστε έρμαια της εξέλιξης και οδεύουμε αναγκαστικά προς την ολοκλήρωση. Ό,τι είναι στάσιμο είναι νεκρό κι εγώ έχω σκοπό να ζήσω για πολύ ακόμα (γέλια)!

Μ.Γ.: Εκτός από την υποκριτική, έχεις σπουδάσει και Κοινωνικές Επιστήμες και media στο Canterbury Christ Church University of Kent. Τι σε ώθησε προς αυτήν την κατεύθυνση;

Δ.Π.: Με ώθησε σε αυτήν την κατεύθυνση, να σπουδάσω δηλαδή ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, η περιέργειά μου να καταλάβω τον άνθρωπο, τον τρόπο σκέψης του, και τον λόγο που τον ωθεί να κάνει ή να μην κάνει πράγματα. Μου άρεσε πολύ να μελετώ τους ανθρώπους… Αργότερα, όλη αυτή η περιέργεια και οι σπουδές βρήκαν πρακτική εφαρμογή στην υποκριτική, δεν μελετώ πλέον απλώς τους ανθρώπους, γίνομαι ΑΥΤΟΙ οι άνθρωποι. Θα σου πω κάτι μεταξύ σοβαρού και αστείου. Αν υποθέσουμε ότι ο συγγραφέας είναι το χέρι του Θεού που δημιουργεί τον άνθρωπο, στην περίπτωσή μας τον ρόλο, ο ηθοποιός είναι η πνοή Του, εγώ του δίνω σώμα, λόγο και ψυχή. Του δίνω ζωή. Και αυτό είναι υπέροχο, γιατί αυτή η διαδικασία μού θυμίζει κάθε φορά τη θνητότητά μου και όσο θυμάμαι ότι δεν θα ζήσω για πάντα, τόσο μεγαλύτερη αξία δίνω στη στιγμή και στους ανθρώπους γύρω μου.

Μ.Γ.: Πρόσφατα συμμετείχες στην ταινία RE-ACTION, μια φιλοζωική, μη εμπορική ταινία μεγάλου μήκους. Ποιο ήταν το κίνητρο για να συμμετάσχεις σε μια μη εμπορική ταινία;

Δ.Π.: Το ίδιο κίνητρο που θα είχα για να συμμετάσχω και σε μια εμπορική ταινία: ο ρόλος και οι συνεργάτες. Τον Αρτέμη Σαμοθράκη τον ξέρω χρόνια και είμαστε καλοί φίλοι. Ξέρω ότι με εκτιμά, όπως κι εγώ τον ίδιο, και ότι θα με άφηνε απόλυτα ελεύθερο να ερμηνεύσω τον ρόλο όπως τον «είδα», γιατί έχει εμπιστοσύνη στην αντίληψή μου όπως κι εγώ έχω εμπιστοσύνη στη δική του. Στις συνεργασίες μου αποζητώ πάντα την αμοιβαιότητα στον σεβασμό και την εκτίμηση, γιατί αν δεν εκτιμούμε, σεβόμαστε και δεν έχουμε αμοιβαία εμπιστοσύνη ο ένας με άλλον, δεν θα γίνει ωραία δουλειά, ή τουλάχιστον δε θα συνεργαστούμε με την ίδια χαρά. Και για μένα είναι πολύ σημαντικό πλέον να χαίρομαι με ό,τι κάνω. Όταν, ειδικά, μου είπε ότι ο ρόλος είναι ένας τυφλός μουσικός του δρόμου, πέταξα απ’ τη χαρά μου, ήταν μια σπουδαία υποκριτική πρόκληση για μένα. Ήμουν τότε διακοπές, να φανταστείς, στην Κρήτη και πήρα αμέσως το καράβι χωρίς δεύτερη σκέψη για να πάω για γύρισμα.

Μ.Γ.: Ποιο είναι το μήνυμα της ταινίας;

Δ.Π.: Υιοθέτησε ένα αδέσποτο. Θα σου αλλάξει τη ζωή!

Μ.Γ.: Ο ρόλος σου απαιτούσε να υποκρίνεσαι τον τυφλό. Παρευρέθηκα στην πρεμιέρα της ταινίας και διαπίστωσα ότι έπεισες, όσους την παρακολουθήσαμε, πως ήσουν τυφλός στ’ αλήθεια. Πόσο δύσκολο ή εύκολο ήταν αυτό για σένα;

Δ.Π.: Όταν η θέληση είναι μεγάλη οι δυσκολίες δεν μπορεί να είναι μεγάλες. Και εγώ είχα μεγάλη θέληση να υποδυθώ αυτόν τον ρόλο. Με είχε συναρπάσει από την αρχή. Πάντα λάτρευα τις προκλήσεις και τις δύσκολες καταστάσεις. Στα εύκολα βαριέμαι κι αυτός ο ρόλος ήταν ό,τι χρειαζόμουν τη δεδομένη στιγμή. Αυτό που μετρά δεν είναι η επιθυμία για να νικήσεις και να πετύχεις, όλοι έχουν τέτοιες επιθυμίες. Αυτό που πραγματικά έχει σημασία, είναι η αποφασιστικότητά σου να δουλέψεις σκληρά για να εκπληρώσεις την επιθυμία σου να πετύχεις. Αν λοιπόν, όπως λες, όλοι πείστηκαν ότι είμαι τυφλός, αυτό δεν σημαίνει πως πέτυχα;

Μ.Γ.: Σε κάποιες σκηνές είδαμε να σε οδηγεί – ως τυφλό – ένας σκύλος οδηγός. Πώς αισθάνθηκες εκείνες τις στιγμές; Τον εμπιστεύτηκες;

Δ.Π.: Ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις αν μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον, είναι να τον εμπιστευτείς. Είχα μπει στη διαδικασία να μην βλέπω καθόλου, γιατί ήθελα να αποδώσω το ρόλο με απόλυτη ειλικρίνεια και έτσι παραδόθηκα σε όλες τις άλλες μου αισθήσεις όπως και αφέθηκα ολοκληρωτικά στον σκύλο οδηγό, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος με απώλεια όρασης. Η εμπειρία ήταν συγκλονιστική. Αυτά τα σκυλιά είναι τόσο άρτια εκπαιδευμένα, που μπορείς να αφεθείς απόλυτα πάνω τους για το οτιδήποτε, από το να σου βρουν καρέκλα και να σε παρκάρουν, μέχρι να σε σταματήσουν ακαριαία στο δρόμο αν πρόκειται να συγκρουστείς με κάτι ή κάποιον. Έχουν εκπαιδευτεί με εντολές για οτιδήποτε μπορεί να χρειαστεί ένας άνθρωπος μέσα στην κοινωνία. Να βρουν το ασανσέρ και να σε βάλουν μέσα, να βρουν ελεύθερο τραπέζι και καρέκλα για να κάτσεις. Οτιδήποτε! Ένιωσα πολύ σίγουρος και ελεύθερος όσο με οδηγούσε αυτό το σκυλί.

Μ.Γ.: Θα δεχόσουν να παίξεις και πάλι αφιλοκερδώς σε μια ταινία με ανθρωπιστικό, φιλοζωικό ή οικολογικό μήνυμα;

Δ.Π.: Δεν έχω φιλοδοξία να κάνω περιουσία. Το να βγάλω λεφτά δεν ήταν ποτέ ο στόχος μου. Εγώ έχω μία φιλοδοξία: να δημιουργήσω. Λατρεύω τις προκλήσεις και έχω την απαίτηση, κάθε επόμενος ρόλος μου να είναι μεγαλύτερη πρόκληση για μένα από τον προηγούμενο και κάθε συνεργασία μου να διέπεται από αμοιβαίο σεβασμό και θαυμασμό. Τώρα, αν αυτός ο ρόλος είναι μέσα στα πλαίσια μιας παραγωγής με στόχο την κοινωνική ευαισθητοποίηση, η χαρά μου να συμμετάσχω είναι μεγαλύτερη.

Μ.Γ.: Ως άνθρωπος, ποια είναι η σχέση σου με τα ζώα;

Δ.Π.: Δεν υπάρχει καλύτερος ψυχοθεραπευτής στον κόσμο από ένα κουτάβι που γλείφει το πρόσωπό σου. Μεγάλωσα με ζώα. Από μικρός είχα πολύ ιδιαίτερη σχέση με αυτά. Υπήρξε περίοδος που το σπίτι μου είχε γίνει ένα μικρό κτηνιατρείο, γιατί μάζευα όποιο πληγωμένο ζώο έβλεπα στο δρόμο μου, το φρόντιζα και του έβρισκα στέγη. Μέσα από τα ζώα έχω μάθει πολλά πράγματα. Τα μάτια ενός ζώου έχουν την ικανότητα να μιλούν μια σπουδαία γλώσσα, την ειλικρίνεια. Αν το καλοσκεφτείς, αυτό που συμβαίνει με εμάς τους ανθρώπους είναι πως η έκφρασή μας και τα λόγια μας σπάνια συμπίπτουν. Αυτό δεν συμβαίνει με τα ζώα.

Μ.Γ.: Εκτός από την υποκριτική, ασχολείσαι και με τη μουσική. Παίζεις κιθάρα, πιάνο και τραγουδάς. Τι είδος μουσικής και τραγουδιών δημιουργείς;

Δ.Π.: Ένας Γερμανός συγγραφέας είχε πει πως η μουσική ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας. κάπως έτσι λειτουργώ κι εγώ… μάλλον και πολλοί άλλοι που γράφουν, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω με σιγουριά για κάποιον πέρα από μένα, ούτε και για τον ίδιο μου τον εαυτό πολλές φορές δεν μπορώ να μιλήσω με σιγουριά (γέλια). Όμως σίγουρα κάθε μέρα συσσωρεύω συναισθήματα και εικόνες και όλα αυτά έρχεται μια στιγμή που τα ξεσκονίζω με την κιθάρα μου και γίνονται τραγούδι. Κάποιο θα είναι ροκ εν ρολ, κάποιο μπαλάντα, κάποιο σε ήχο παραδοσιακό… ανάλογα πάντα από τον απόηχο της στιγμής που τα άφησε και της στιγμής που με βρήκε με την κιθάρα στο χέρι.

Μ.Γ.: Ποια είναι τα σχέδιά σου για την επόμενη περίοδο;

Δ.Π.: Όπως είχε πει ο Μπρεχτ, «η πραγματικότητα είναι εκεί και σε περιμένει, θέλει να αλλάξει, άλλαξέ την», όμως «πρέπει να είσαι η αλλαγή που θέλεις να έρθει», μας απαντά ο Γκάντι, κι εγώ βρίσκομαι σε αυτήν την περίοδο ακριβώς. Κάνω μια παύση εργασιακά και ψάχνομαι περισσότερο εσωτερικά και καλλιτεχνικά. Ετοιμάζω το «οπλοστάσιό» μου για το νέο ρόλο-πρόκληση. Θέλω, η επόμενη δουλειά μου, να αφήσει ιστορία και προετοιμάζομαι για αυτό.

Μ.Γ.: Τι θα ήθελες να πεις ως επίλογο της κουβέντας μας;

Δ.Π.: Θα μοιραστώ μαζί σου έναν στίχο που με συνοδεύει πάντα. «Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο… κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει!…

Books and Style

Books and Style